Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

Σχετικά με το να μην απελπιζόμαστε (Άγιος Αμφιλόχιος, Επίσκοπος Ικονίου)

Τέτοια ἔλεγε, καί ὅταν ἔβγαινε ἀπό τήν ἐκκλησία ἔπεφτε πάλι στόν βοῦρκο. Ὅμως καί πάλι δέν ἀπελπιζόταν γιά τή σωτηρία του, ἀλλά ἀπό τήν ἁμαρτία ξαναγύριζε στήν ἐκκλησία καί ἔλεγε τά παρόμοια πρός τόν φιλάνθρωπο Κύριο καί Θεό: «Ἐσένα, Κύριε, βάζω ἐγγυητή, ὅτι ἀπό ἐδῶ καί πέρα δέν θά ξανακάνω αὐτή τήν ἁμαρτία· μόνο, ἀγαθέ, συγχώρησέ μου ὅσες ἁμαρτίες σοῦ ἔκανα ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τώρα». Καί ἀφοῦ ἔδινε αὐτές τίς φοβερές ὑποσχέσεις, πάλι γύριζε στή βαριά ἁμαρτία του. Καί ἔβλεπε κανείς τή γλυκύτατη φιλανθρωπία καί τήν ἄπειρη ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ νά ἀνέχεται καθημερινά καί νά ὑπομένει τήν ἀδιόρθωτη καί βαριά παράβαση καί τήν ἀχαριστία τοῦ ἀδελφοῦ καί νά θέλει ἀπό πολλή εὐσπλαχνία τή μετάνοιά του καί τήν ὁριστική ἐπιστροφή του. Γιατί αὐτό δέν γινόταν γιά ἕνα, δύο ἤ τρία χρόνια, ἀλλά γιά δέκα καί περισσότερο.

Βλέπετε ἀδελφοί, τήν ἄμετρη ἀνοχή καί τήν ἄπειρη φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου; Πῶς κάθε φορὰ δείχνει μακροθυμία καί καλοσύνη, ὑπομένοντας τίς βαριές ἀνομίες καί ἁμαρτίες μας; Γιατί αὐτό πού συγκλονίζει καί προκαλεῖ θαυμασμό σχετικά μέ τήν πλούσια εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅτι ὁ ἀδελφός, ἐνῶ ὑποσχόταν καί συμφωνοῦσε νά μήν ξανακάνει τήν ἁμαρτία, ἀποδεικνυόταν ψεύτης.

Μία μέρα λοιπόν, καθώς γινόταν αὐτό, ὁ ἀδερφός, ἀφοῦ ἔκανε τήν ἁμαρτία, πῆγε τρέχοντας στήν ἐκκλησία, θρηνώντας καί στενάζοντας καί κλαίγοντας καί βιάζοντας τὴν εὐσπλαχνία τοῦ ἀγαθοῦ Θεοῦ νά τόν λυπηθεῖ καί νά τόν γλυτώσει ἀπό τόν βοῦρκο τῆς ἀσωτείας. Καθώς λοιπόν ὁ ἀδελφός παρακαλοῦσε τόν φιλάνθρωπο Θεό, ὁ ἀρχέκακος διάβολος, ἡ καταστροφή τῶν ψυχῶν μας, εἶδε ὅτι τίποτε δέν κάνει, ἀλλά ὅσο αὐτός ἔραβε μέ τήν ἁμαρτία, ὁ ἀδελφός τά ξήλωνε μέ τή μετάνοια. Μέ θράσος λοιπόν τοῦ παρουσιάστηκε φανερά καί, στρέφοντας τό πρόσωπό του πρός τή σεβάσμια εἰκόνα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, κραύγαζε καί ἔλεγε: «Τί θά γίνει μ’ ἐμᾶς τούς δύο, Ἰησοῦ Χριστέ; Ἡ ἄπειρη συμπάθειά σου μέ νικᾶ καί μέ ρίχνει κάτω, καθώς δέχεσαι αὐτόν τόν πόρνο, τόν ἄσωτο, πού κάθε μέρα σοῦ λέει ψέματα καί δέν λογαριάζει τήν ἐξουσία σου. Γιατί λοιπόν δέν τόν καῖς, ἀλλά μακροθυμεῖς καί τόν ἀνέχεσαι; Ἐσύ πρόκειται νά δικάσεις τοῦ μοιχούς καί τούς πόρνους καί νά ἐξολοθρεύσεις ὅλους τοὺς ἁμαρτωλούς. Πράγματι, δέν εἶσαι δίκαιος κριτής, ἀλλά ὅπου νομίσει ἡ ἐξουσία σου, κρίνεις ἄδικα καί παραβλέπεις. Ἐμένα, γιά τή μικρή παράβαση τῆς ὑπερηφάνειας, μέ ἔριξες ἀπό τόν οὐρανό κάτω· καί αὐτός εἶναι ψεύτης καί πόρνος καί ἄσωτος, καί ἐπειδή πέφτει μπροστά σου, τοῦ χαρίζεις ἀτάραχος τήν εὐμένειά σου. Γιατί λοιπόν σέ λένε δίκαιο κριτή; Ὅπως βλέπω, καί ἐσύ χαρίζεσαι σέ πρόσωπα ἀπό τήν πολλή σου ἀγαθότητα καί παραβλέπεις τό δίκαιο». Καί αὐτά ὁ διάβολος τά ἔλεγε πνιγμένος ἀπό τήν πολλή πίκρα του καί βγάζοντας φλόγες καί καπνό ἀπό τά ρουθούνια του.

Ἀφοῦ τά εἶπε αὐτά ὁ διάβολος, σώπασε· καί ἀμέσως ἀκούστηκε μία φωνή σάν ἀπό τό ἅγιο βῆμα νά λέει: «Παμπόνηρε καί ὀλέθριε δράκοντα, δέν χόρτασε ἡ κακία σου πού κατάπιες ὅλο τόν κόσμο, ἀλλά καί αὐτόν πού κατέφυγε στό ἄπειρο ἔλεος τῆς εὐσπλαχνίας μου πασχίζεις νά τόν ἁρπάξεις καί νά τόν καταπιεῖς; Ἔχεις νά παρουσιάσεις ἁμαρτήματα τόσα ποὺ νά ζυγίζουν βαρύτερα ἀπό τό πολύτιμο αἷμα ποὺ ἔχυσα γι’ αὐτόν ἐπάνω στόν σταυρό; Μάθε ὅτι ἡ σταύρωση καί ὁ θάνατός μου συγχώρησαν τίς ἁμαρτίες του. Καί ἐσύ βέβαια, ὅταν αὐτός πηγαίνει στήν ἁμαρτία, δέν τόν διώχνεις, ἀλλά τόν δέχεσαι μέ χαρά καί δέν τόν ἀποστρέφεσαι, οὔτε τόν ἐμποδίζεις, γιατί ἐλπίζεις νά τόν κερδίσεις. Ἐγώ λοπόν, πού εἶμαι τέτοιος σπλαχνικός καί φιλάνθρωπος, πού ἔδωσα ἐντολή στόν κορυφαῖο μου ἀπόστολο Πέτρο νά συγχωρεῖ ὥς ἑβδομήντα φορές καί ἑπτά αὐτόν πού ἁμαρτάνει καθημερινά, ἄραγε δέν θά συγχωρήσω καί δέν θά τόν σπλαχνιστῶ; Ναί, σοῦ λέω· καί ἐπειδή καταφεύγει σ’ ἐμένα, δέν θά τόν ἀποστραφῶ, ὥσπου νά τόν πάρω δικό μου· γιατί ἐγώ γιά τούς ἁμαρτωλούς σταυρώθηκα καί γι’ αὐτούς ἅπλωσα τά ἄχραντα χέρια μου, ἔτσι ὥστε ὅποιος θέλει νά σωθεῖ, νά καταφεύγει σ’ ἐμένα καί νά σώζεται. Κανέναν δέν ἀποστρέφομαι οὔτε διώχνω· ἀκόμη καί μύριες φορές τή μέρα νά ἁμαρτήσει κάποιος καί μύριες φορές νά ἔρθει σ’ ἐμένα, δέν θά φύγει λυπημένος. Γιατί δέν ἦρθα νά καλέσω σέ μετάνοια τούς ἐνάρετους ἀλλά τούς ἁμαρτωλούς».

Μόλις ἀκούστηκαν αὐτά τά λόγια, ὁ διάβολος ἔμεινε στή θέση του τρέμοντας, χωρίς νά μπορεῖ νά φύγει. Καί ἀκούστηκε πάλι ἡ φωνή: «Ἄκουσε, ἀπατεώνα, καί σχετικά μέ αὐτό πού εἶπες, ὅτι δηλαδή εἶμαι ἄδικος. Γιατί ἐγώ εἶμαι δίκαιος σέ ὅλους, καί σέ ὅποια κατάσταση βρῶ κάποιον, σύμφωνα μέ αὐτή τόν κρίνω. Δές, λοιπόν· αὐτόν τόν βρῆκα τώρα σέ μετάνοια καί ἐπιστροφή, πεσμένο μπροστά στά πόδια μου καί νικητή σου. Θά τόν πάρω λοιπόν καί θά σώσω τήν ψυχή του, ἐπειδή δέν ἀπελπίστηκε γιά τή σωτηρία του. Καί ἐσύ, βλέποντας τήν τιμή πού τοῦ κάνω, νά σουβλιστεῖς ἀπό τόν φθόνο σου καί νά καταντροπιαστεῖς».

Καί ὅπως ἦταν ὁ ἀδελφός πεσμένος μπρούμυτα καί θρηνοῦσε, παρέδωσε τήν ψυχή του· καί ἀμέσως ἦρθε ὀργή μεγάλη σάν φωτιά καί ἔπεσε ἐπάνω στόν σατανᾶ καί τόν κατέκαιγε. Ἀπό αὐτό λοιπόν ἄς μάθουμε, ἀδελφοί, τήν ἄμετρη εὐσπλαχνία καί φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ καί πόσο καλό Κύριο ἔχουμε, καί ποτέ νά μήν ἀπελπιστοῦμε ἤ νά ἀμελήσουμε τή σωτηρία μας.

Κάποιος ἄλλος πάλι πού μετανόησε μετά τήν ἁμαρτία ἀποσύρθηκε στήν ἡσυχία· συνέβη ὅμως τότε νά χτυπήσει σέ πέτρα καί νά πληγωθεῖ στό πόδι, καί τόσο αἷμα νά τρέξει ἀπό τήν πληγή, ὥστε νά ξεψυχήσει ἀπό τήν αἱμοραγία. Ἦρθαν λοιπόν οἱ δαίμονες θέλοντας νά πάρουν τήν ψυχή του· καί τούς λένε οἱ ἄγγελοι: «Κοιτάξτε στήν πέτρα καί δεῖτε τό αἷμα του πού ἔχυσε γιά τόν Κύριο». Καί μέ αὐτό πού εἶπαν οἱ ἄγγελοι, ἀφέθηκε ἐλεύθερη ἡ ψυχή.

Σέ κάποιον ἀδερφό πού ἔπεσε σέ ἁμαρτία, παρουσιάστηκε ὁ σατανᾶς καί εἶπε: «Δέν εἶσαι χριστιανός». Ὁ ἀδελφός τοῦ ἀποκρίθηκε: «ὅποιος καί νά εἶμαι, πάντως εἶμαι καλύτερός σου». Ὁ σατανᾶς εἶπε πάλι: «Σοῦ λέω, θά πᾶς στήν κόλαση». Καί ὁ ἀδελφός τοῦ ἀπάντησε: «Δέν εἶσαι ἐσύ κριτής μου οὔτε ὁ Θεός μου». Ἔτσι ὁ σατανᾶς ἔφυγε ἄπρακτος, ἐνῶ ὁ ἀδελφός ἔδειξε εἰλικρινῆ μετάνοια στόν Θεό καί ἔγινε ἄξιος.

Ἕνας ἀδελφός ποὺ εἶχε κυριευθεῖ ἀπό λύπη, ρώτησε κάποιον γέροντα: «Τί νά κάνω; Οἱ λογισμοί μου λένε ὅτι ἄδικα ἀπαρνήθηκα τόν κόσμο καί ὅτι δέν μπορῶ νά σωθῶ». Καί ὁ γέροντας ἀποκρίθηκε: «Ἀκόμη καί ἄν δέν μποροῦμε νά μποῦμε στή Γῆ τῆς ἐπαγγελίας, μᾶς συμφέρει νά ἀφήσουμε τά κόκκαλά μας στήν ἔρημο παρά νά γυρίσουμε πίσω στή Αἴγυπτο».

Ἄλλος ἀδελφός ρώτησε τόν ἴδιο γέροντα: «Πάτερ, τί ἐννοεῖ ὁ προφήτης ὅταν λέει: ‘‘Δέν ὑπάρχει γι’ αὐτό σωτηρία ἀπό τόν Θεό του’’;» καί ὁ γέροντας εἶπε: «Ἐννοεῖ τούς λογισμούς τῆς ἀπελπισίας πού σπέρνονται ἀπό τούς δαίμονες σέ αὐτόν πού ἁμάρτησε καί τοῦ λένε• ‘‘Δέν ὑπάρχει πιά γιά σένα σωτηρία ἀπό τόν Θεό’’, καί προσπαθοῦν νά τόν γκρεμίσουν στήν ἀπελπισία. Αὐτούς πρέπει κανείς νά τούς ἀντιμάχεται λέγοντας• ‘‘ Καταφύγιό μου εἶναι ὁ Κύριος, καί αὐτός θά ἐλευθερώσει ἀπό τήν παγίδα τά πόδια μου’’».

Κάποιος ἀπό τούς πατέρες διηγήθηκε ὅτι στήν Θεσσαλονίκη ὑπῆρχε ἕνα ἀσκητήριο παρθένων. Μία ἀπό αὐτές, ἀπό ἐνέργεια τοῦ κοινοῦ ἐχθροῦ, ἔφυγε ἀπό τό μοναστήρι καί ἔπεσε σέ πορνεία, καί ἔμεινε στό πάθος αὐτό ἀρκετό καιρό. Κάποτε ὅμως, μέ τή βοήθεια τοῦ φιλάνθρωπου Θεοῦ, μετανόησε καί γύρισε στό κοινόβιό της. Καί φτάνοντας μπροστά στήν πύλη, ἔπεσε νεκρή.

Ὁ θάνατός της ἀποκαλύφθηκε σέ κάποιον ἅγιο, ὁ ὁποῖος εἶδε τούς ἁγίους ἀγγέλους πού ἦρθαν νά πάρουν τήν ψυχή της, καί δαίμονες πού τούς ἀκολουθοῦσαν. Στόν διάλογο πού ἔγινε μεταξύ τους, οἱ ἅγιοι ἄγγελοι ἔλεγαν ὅτι γύρισε μέ μετάνοια. Οἱ δαίμονες πάλι ἀντέλεγαν: «Τόσο καιρό εἶναι ὑποδουλωμένη σ’ ἐμᾶς καί εἶναι δική μας· ἄλλωστε δέν πρόλαβε οὔτε νά μπεῖ στό κοινόβιο, καί πῶς λέτε ὅτι μετανόησε;» καί εἶπαν οἱ ἄγγελοι: «Ἀπό τή στιγμή πού εἶδε ὁ Θεός τήν πρόθεσή της νά ἔχει κλίση στόν σκοπό αὐτό, δέχτηκε τή μετάνοιά της· καί ἡ μετάνοια βέβαια ἦταν στήν ἐξουσία της, λόγω τοῦ σκοποῦ πού ἔβαλε, ἡ ζωή της ὅμως ἦταν στήν ἐξουσία τοῦ Κυρίου τοῦ σύμπαντος». Μέ τά λόγια αὐτά ντροπιάστηκαν οἱ δαίμονες καί ἔφυγαν. Καί αὐτός πού εἶδε τήν ἀποκάλυψη, τή διηγήθηκε στούς παρόντες.

Ὁ ἀββάς Ἁλώνιος εἶπε ὅτι, ἄν θέλει ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖ ἀπό τό πρωί ὥς τό βράδι νά φτάσει σέ θεῖα μέτρα.

Ἕνας ἀδελφός ρώτησε τόν ἀββᾶ Μωυσῆ: «Ἔστω ὅτι κάποιος δέρνει τόν δοῦλο του γιά κάποιο σφάλμα ποὺ ἔκανε· τί θά πεῖ ὁ δοῦλος;». Ἀποκρίθηκε ὁ γέροντας: «Ἄν εἶναι δοῦλος καλός, θά πεῖ· ‘‘Σπλαχνίσου με ἔσφαλα’’». «Δέν λέει τίποτε ἄλλο;» ξαναρώτησε ὁ ἀδελφός. «Τίποτε», ἀπάντησε ὁ γέροντας· «γιατί ἀπό τή στιγμή πού θά ἀναγνωρίσει τό σφάλμα του καί θά πεῖ ὅτι ἔσφαλε, ἀμέσως τόν σπλαχνίζεται ὁ κύριός του».

Κάποιος ἀδελφός εἶπε στόν ἀββᾶ Ποιμένα: «Ἄν πέσω σέ ἀξιοδάκρυτο παράπτωμα, μέ κατατρώει ὁ λογισμός μου καί μέ κατηγορεῖ πού ἔπεσα». Ὁ γέροντας ἀπάντησε: «Ἄν, τήν ὥρα πού ἄνθρωπος πέσει σέ σφάλμα, πεῖ ‘‘ἁμάρτησα’’, ἀμέσως παύει ὁ λογισμός».

Κάποιας νέας, πού λεγόταν Ταϊσία, πέθαναν οἱ γονεῖς καί ἔμεινε ὀρφανή. Αὐτή τότε μετέτρεψε τό σπίτι της σέ ξενώνα τῶν πατέρων τῆς Σκήτης καί γιά πολύ καιρό τούς δεχόταν καί τούς φιλοξενοῦσε. Ὅταν ὅμως ξόδεψε ὅσα εἶχε, ἄρχισε νά στερεῖται. Τήν πλησίασαν τότε ἄνθρωποι διεστραμμένοι καί τήν ἔβγαλαν ἀπό τόν καλό δρόμο. Καί ζοῦσε πλέον ἁμαρτωλά,. Ἔτσι πού κατάντησε καί στήν πορνεία.

Ὅταν τό ἔμαθαν οἱ πατέρες, λυπήθηκαν πάρα πολύ καί κάλεσαν τόν ἀββᾶ Ἰωάννη τόν Κολοβό καί τοῦ εἶπαν: «Ἀκούσαμε γιά τήν τάδε ἀδελφή ὅτι ζεῖ στήν ἁμαρτία. Αὐτή, ὅταν μποροῦσε, εἶχε δείξει ἀγάπη σ’ ἐμᾶς· ἄς τή βοηθήσουμε καί ἐμεῖς τώρα, ὅπως μποροῦμε. Κάνε λοιπόν τόν κόπο νά πᾶς σέ αὐτήν καί μέ σοφία πού σοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, φρόντισε γιά τή διόρθωσή της».

Πῆγε λοιπόν ὁ γέροντας σέ αὐτήν, καί εἶπε στή γριά πού φύλαγε στήν πόρτα: «Πές στήν κυρία σου ὅτι ἦρθα». Ἐκείνη τόν ἔδιωξε λέγοντας: «Ἐσεῖς παλιά τῆς τά φάγατε ὅλα καί τώρα εἶναι φτωχή». Ὁ γέροντας ἐπέμενε: «Πές της, καί θά δεῖ πολύ καλό ἀπό ἐμένα». Ἀνέβηκε λοιπόν ἡ γριά καί ἀνέφερε στή νέα γιά τόν γέροντα. Ἀκούγοντάς την ἐκείνη εἶπε: «Αὐτοί οἱ μοναχοί ὅλο γυρίζουν κατά τήν Ἐρυθρά Θάλασσα καί βρίσκουν μαργαριτάρια». Στολίστηκε λοιπόν, κάθισε στό κρεβάτι καί εἶπε στή θυρωρό: «Φέρε τον ἐδῶ».

Ὅταν μπῆκε ὁ ἀββάς Ἰωάννης, κάθισε κοντά της καί, κοιτώντας την στό πρόσωπο, τῆς εἶπε: «Τί σέ ἔκανε νά ἀπορρίψεις τόν Ἰησοῦ, ὥστε νά φτάσεις σέ αὐτή τήν κατάσταση;» Αὐτή, ἀκούγοντας τά λόγια του, πάγωσε· καί ὁ γέροντας, σκύβοντας τό κεφάλι, ἄρχισε νά κλαίει πικρά. «Ἀββᾶ, γιατί κλαῖς;» τόν ρώτησε. Αὐτός σήκωσε λίγο τό κεφάλι του, καί σκύβοντας πάλι εἶπε: «Βλέπω τόν σατανᾶ νά χορεύει στό πρόσωπό σου, καί πῶς νά μήν κλάψω;» «Ὑπάρχει μετάνοια, ἀββᾶ;» ρώτησε ἡ κόρη. «Ναί», τῆς εἶπε ὁ γέροντας. Καί ἐκείνη πρόσθεσε: «Πάρε με, ὅπου νομίζεις». «Πᾶμε», εἶπε ὁ γέροντας, καί αὐτή ἀμέσως σηκώθηκε νά τόν ἀκολουθήσει. Ὁ γέροντας παρατήρησε ὅτι δέν ἄφησε καμιά παραγγελία γιά τό σπίτι της καί θαύμασε.

Κοντεύοντας στήν ἔρημο, τούς πρόλαβε τό βράδυ. Καί ὁ γέροντας τῆς ἑτοίμασε ἕνα μικρό προσκέφαλο, τό σταύρωσε καί τῆς εἶπε νά κοιμηθεῖ ἐκεῖ. Ἔκανε ἔπειτα καί γιά τόν ἑαυτό του πιό πέρα καί ἀφοῦ τελείωσε τίς προσευχές του πλαγίασε καί αὐτός.

Τά μεσάνυχτα ξύπνησε καί βλέπει κάτι σάν δρόμο ἀπό φῶς νά ξεκινᾶ ἀπό αὐτήν καί νά καταλήγει στόν οὐρανό, καί εἶδε τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νά ἀνεβάζουν τήν ψυχή της. Σηκώθηκε, πλησίασε καί τή σκούντηξε μέ τό πόδι. Ὅταν κατάλαβε ὅτι ἦταν νεκρή, γονάτισε μέ τό πρόσωπο στή γῆ καί παρακαλοῦσε τόν Θεό. Καί ἄκουσε μία φωνή νά τοῦ λέει ὅτι ἡ μία ὥρα τῆς μετανοίας της ἔγινε δεκτή περισσότερο ἀπό τή μετάνοια πολλῶν ἄλλων, πού διαρκεῖ πολύν καιρό ἀλλά δέν ἔχει θέρμη.

(Πηγήagiazoni.gr)

alopsis.gr

"Δυστυχῶς ἡ ἐκκλησία μας δέν βρίσκεται σήμερα στό ὕψος τῆς ἀποστολῆς της"

«Ἂς πᾶμε λοιπὸν στὴν Ἐκκλησία! Ἀλλὰ δυστυχῶς ἡ ἐκκλησία μας δὲν βρίσκεται σήμερα στὸ ὕψος τῆς ἀποστολῆς της. Κι ὅταν λέω ἐκκλησία δὲν ἐννοῶ τὸ θεῖο καθίδρυμα, ἐννοῶ τὴν ἀνθρώπινη πλευ­ρά του μὲ τὶς ἀτέλειες ποὺ παρουσιάζει. 

Μπαίνει κανεὶς στὸ ναὸ νὰ ἐκκλησιαστῇ, καὶ ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος τὸ παγκάρι καὶ οἱ ἐπίτροποι, ἀπὸ τὸ ἄλλο οἱ ψαλτάδες μὲ τὶς φωνασκί­ες καὶ τὴν εὐρωπαϊκὴ μουσικὴ ποὺ μετέτρεψε τὴν ἐκκλησία σὲ θέατρο, ἀπὸ τὸ ἄλλο οἱ ἱερεῖς μὲ τὴν ἀνευλάβεια καὶ τὴ φιλοχρηματία τους, ὅλα αὐτὰ διώχνουν τοὺς Χριστιανοὺς ἀ­πὸ τὴν Ἐκκλησία, καὶ πηγαίνουν ἄλλοι στοὺς φράγκους, ἄλ­λοι στοὺς προτεστάντες, ἄλλοι στοὺς ἰεχωβῖτες· ἔτσι ἡ Ἐκκλησία συνεχῶς ἀραιώνει.

Τὸ σκάνδαλο, εἴτε τὸ κάνει παπᾶς ἢ τὸ κάνει ἐπίσκοπος ἢ τὸ κάνει ἡ μάνα ἢ τὸ κάνει ὁ πατέρας ἢ τὸ κάνει ἀξιωματικὸς ἢ τὸ κάνει ὑ­πουργὸς ἢ τὸ κάνει ὁποιοσδήποτε ἄλλος, εἶ­νε ἁμαρτία μεγάλη. Καὶ εἶνε τόσο μεγαλύτερη ὅ­σο ὑψηλότερη εἶνε ἡ θέσις ποὺ κατέχει ὁ σκανδα­λοποιός».

Απόσπασμα από το άρθρο: «Η ευθύνη του Σκανδάλου»

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἰωάννου

Γαργαρέττας – Ἀθηνῶν τὴν 17-2-1963 ."

augoustinos-kantiotis

Εκ του ιστολόγιου: Δεν είναι δικά μου τα παραπάνω γραφόμενα αγαπητοί. Τα λέει ο Μακαριστός Επίσκοπος Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης. Δεν γράφει πράγματα βγαλμένα από τη φαντασία του. Από τότε η Εκκλησία και φυσικά η Πολιτεία δεν βρισκόταν στο σωστό δρόμο.

Η διαφορά ίσως είναι πως τότε, οι προκλήσεις και από τον Κλήρο και από τα Κόμματα και τις εκάστοτε Κυβερνήσεις, δεν ήταν πολλές και μεγάλες. Σήμερα απροκάλυπτα, η μεν Εκκλησία βαδίζει διπλωματικά και η Πολιτεία ανθελληνικά.

Φυσικά υπάρχουν εξαιρέσεις. Όμως όπως λέει και ο λαός μας: «ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη». Θα επέμβει ο Θεός σε αυτήν τη νοσηρή κατάσταση γιατί όπως μας είπε ο Άγιος Παΐσιος, δε γίνεται με ανθρώπινα μέσα να λυθεί.

Κοντά στους Αγίους Πατέρες της Ορθοδοξίας μας. Διαβάζετε τι μας γράφουν, με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος για να μην πέφτουμε στις παγίδες του Οικουμενισμού, της Μεταπατερικής Εποχής, όπου κληρικοί (όχι όλοι αλλά πολλοί εξ αυτών) δε μιλάνε βάση των όσων μας έχουν πει οι Άγιοι Πατέρες, αλλά βάση συμφερόντων. Για να μη γίνουν κακοί με το Κοσμικό Πνεύμα και τους εκπροσώπους του (τηλεόραση, πολιτική, οικουμενισμός) και χωρίς Φόβο Θεού, πράττουν και ομιλούν με τρόπο που δεν συναντάται στα όσα έκαναν και είπαν οι Άγιοι Πατέρες μας.

Όποιος όμως, μιλάει και φέρετε διαφορετικά από ότι μας λένε οι Άγιοι Πατέρες και φυσικά και το Ευαγγέλιο, είναι σε πλάνη.  

Κατά το λογισμό μου

Α.Η.

Ἡ προβληματική ἀνακοίνωσις τῆς Δ. Ἱ. Συνόδου σχετικῶς μέ τήν Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας

Τοῦ κ. Περικλέους Ἠλ. Νταλιάνη, Θεολόγου

  Δυστυχῶς ἐπιβεβαιώθηκα, ὅταν ἔγραφα ὅτι ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἱερώνυμος καὶ ἡ Δ. Ἱ. Σύνοδος, δὲν ἔχουν σκοπὸ νὰ συγκρουσθοῦν μὲ τὴν ἄθεη πολιτικὴ ἡγεσία, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσουν νὰ ἐξευμενίσουν τὰ πνεύματα, ἔτσι ὥστε νὰ ξεχασθεῖ τὸ θέμα. Ἄλλωστε καὶ ἡ παραπομπὴ σὲ ἀνάκριση τοῦ Ἀρχιμανδρίτη π. Σεραφεὶμ Δημητρίου, ὁ ὁποῖος ἄργησε νὰ τελέσει κοπὴ πίττας, μέχρι νὰ ἀποχωρήσει βουλευτὴς τοῦ ΠΑΣΟΚ, ὁ ὁποῖος ψήφισε τὸ κατάπτυστο Νομοσχέδιο γιὰ τὸ γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων, φανερώνει τὶς προθέσεις τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς νὰ μαζέψει τὶς ἀντιδράσεις ἔναντι τοῦ γάμου καὶ τῆς τεκνοθεσίας τῶν ὁμοφυλοφίλων.

Αἱ κακοδοξίαι τῆς Συνόδου

  Ἐπίσης, ἐὰν δοῦμε τί ἀποφάσισε ἡ Δ.Ι.Σ., θὰ ἀπογοητευθοῦμε. Ἀποφάσισε νὰ μὴ τελεσθεῖ ἡ Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ μεγαλοπρέπεια στὸν Καθεδρικὸ ναὸ τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλὰ στὴν Ἱερὰ Μονὴ Πετράκη. Καὶ ἀπὸ τὴν μία ἔχει μία λογική, ὥστε νὰ μὴ παρευρεθοῦν οἱ πολιτικοὶ ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι ψήφισαν τὸ νομοσχέδιο. Θὰ μποροῦσε ὅμως ὁ Ἀρχιεπίσκοπος νὰ τελέσει τὸ συλλείτουργο στὸν καθεδρικὸ ναό, ἀλλὰ νὰ μὴ δεχθεῖ τοὺς πολιτικούς, οἱ ὁποῖοι ψήφισαν τὸ νομοσχέδιο, ὡς ἐχθροὺς τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁπότε θὰ ἔδινε ἕνα ξεκάθαρο μήνυμα! Ἄλλωστε πῶς θὰ διαβάσει ἡ ἄθεος πρόεδρος τῆς Δημοκρατίας κ. Κατερίνα Σακελλαροπούλου, τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅταν δὲν πιστεύει οὔτε στὶς βασικὲς ἀρχὲς τῆς χριστιανικῆς ἠθικῆς καὶ τῆς ὀρθόδοξης οἰκογένειας; Αὐτὴ ἦταν μία ἀμυντικὴ κίνηση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Πάντως κάτι εἶναι καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὸ τίποτα, ἀρκεῖ νὰ μὴν εἶναι μία ἔμμεση κατάργηση τῆς τελετῆς γιὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας!

Τὸν σημιτισμὸν καὶ τὸν Μονοφυσιτισμὸν προωθεῖ ἡ Δ.Ι.Σ. καὶ ὄχι τὴν Ὀρθοδοξίαν

  Ἀλλὰ δὲν εἶναι μόνο αὐτό. Ἡ Δ. Ἱ. Σύνοδος ὅπως βλέπουμε στὸ προβληματικὸ ἀνακοινωθέν, τὴν ἴδια ὥρα ποὺ ὑποβιβάζει τὴν τελετὴ γιὰ τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀσχολεῖται μὲ τὴν προώθηση τοῦ σημιτισμοῦ, μὲ τὴν ὑπογραφὴ μνημονίου συν­εργασίας, μὲ τὸ Ἰσραηλιτικὸ συμβούλιο καὶ ἑβραϊκὸ μουσεῖο, καθὼς καὶ μὲ τὰ Ὑπουργεῖα τοῦ Ἀθλητισμοῦ καὶ Ἀ-παιδείας τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Κύπρου (τὸ ὁποῖο κατάργησε τὰ ὀρθόδοξα θρησκευτικὰ ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ σχολεῖα), καθὼς καὶ τὴν ἑλληνικὴ πολιτεία, ἡ ὁποία ψήφισε τὴν “νομιμοποίηση” τοῦ Σοδομισμοῦ. Τὸ ἴδιο μνημόνιο ἔκανε ὁμοίως καὶ ἡ Κυπριακὴ Ἐκκλησία, λὲς καὶ ἔλυσαν τὸ πρόβλημα τοῦ ἑλληνικοῦ ὁλοκαυτώματος, ἀπὸ τὸν Χίτλερ στὴν Ἑλλάδα καὶ τῆς Τουρκικῆς εἰσβολῆς ἀντίστοιχα στὴν Κύπρο.

  Ἐπίσης θὰ μεταφράσει διὰ τοῦ Σεβ. Γαβριὴλ Νέας Ἰωνίας, κείμενο γιὰ τὴν “Ἀρμενικὴ Ἐκκλησία” τοῦ Ἀρμενίου Πατριάρχη Ἀρὰμ Α’, παρότι πρόκειται γιὰ Μονοφυσίτες, τοὺς ὁποίους παρουσιάζουν ὡς δῆθεν “Ὀρθόδοξους Χριστιανούς”, καὶ ὡς δῆθεν “Ἐκκλησία”, ἐκεῖ στὴν Δ.Ι.Σ., ἡ ὁποία παραπληροφορεῖ τὸ ὀρθόδοξο ποίμνιο, τὸ ὁποῖο νομίζει ἐσφαλμένα ὅτι οἱ Ἀρμένιοι εἶναι δῆθεν “ὀρθόδοξοι χριστιανοί”, ὅταν στὴν πραγματικότητα εἶναι Μονοφυσίτες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταδικασθεῖ ἀπὸ τὴν Δ’ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 451μ.Χ! Ὁπότε τί δουλειὰ ἔχει ἡ Δ.Ι.Σ. νὰ τυπώνει καὶ νὰ μεταφράζει αἱρετικὰ κείμενα καὶ μάλιστα μὲ τὰ χρήματα, τὰ ὁποῖα δίνουν οἱ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες χριστιανοί;

Ὁ Ἑορτασμὸς τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

  Καὶ τὸ πιὸ τραγικὸ εἶναι ὅτι αὐτὴ ἡ ΔΙΣ, ἡ ὁποία καταργεῖ οὐσιαστικὰ τὴν Δ’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, θέλει νὰ ἑορτάσει τὸ 2025 τὴν Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο τοῦ 325. Προφανῶς θὰ εὐνοεῖ τὴν ψευδοένωση, τὴν ὁποία προωθεῖ ὁ Πατρ. Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος, μὲ τὸν αἱρεσιάρχη Πάπα τῆς Ρώμης κατὰ τὸ Πάσχα τοῦ 2025.

orthodoxostypos.gr

Οι χρωματιστές επισημάνσεις έχουν γίνει από το παρόν ιστολόγιο. 

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

"Σήκω, σε συγχώρησε ο Θεός. Από δω κι εμπρός πρόσεξε να μην κρίνεις κανένα πριν τον κρίνει Εκείνος"

Μπορείτε να διαβάσετε περισσότερα αποφθέγματα των Πατέρων εδώ: Μικρή Φιλοκαλία. Ιστορίες από το Γεροντικό

Αββάς Ισαάκ ο Θηβαίος

Ο ΑΒΒΑΣ Ισαάκ ο Θηβαίος επισκέφθηκε κάποτε ένα κοινόβιο και βλέποντας έναν αδελφό να αμαρτάνει, τον κατέκρινε. Όταν αναχώρησε στην έρημο ήρθε άγγελος Κυρίου και στάθηκε μπροστά στην είσοδο του κελιού του λέγοντας:

– Δεν σ’ αφήνω να μπεις μέσα.

Εκείνος τότε τον παρακαλούσε:

– Τι έκανα;

Και ο άγγελος του αποκρίθηκε:

– Μ’ έστειλε ο Θεός με την εντολή ‘’πες του, που διατάζεις να βάλω τον αμαρτωλό αδελφό που κατέκρινες;’’

Κι εκείνος, αμέσως μετανόησε και είπε:

– Αμάρτησα, συγχώρησε με.

Και ο άγγελος είπε:

– Σήκω, σε συγχώρησε ο Θεός. Από δω κι εμπρός πρόσεξε να μην κρίνεις κανένα πριν τον κρίνει εκείνος. [Γεροντικόν, α΄]

Αναδημοσίευση από

greekdownloads.wordpress 

Προκλητικά φαινόμενα

Τοῦ πρωτοπρεσβυτέρου π. Διονυσίου Τάτση

  Καθημερινὰ πληροφορούμαστε μὲ λεπτομέρειες σκανδαλώδεις συμπεριφορὲς διαφόρων προσώπων, ποὺ κατέχουν θέσεις στὸ δημόσιο, στὴν πολιτική, ἀλλὰ καὶ στὴν Ἐκκλησία. Τὰ πρόσωπα αὐτὰ δὲν ἔχουν ὑπηρεσιακὴ συνείδηση, δὲν ἐκτελοῦν ὀρθῶς τὰ καθήκοντά τους καὶ οἱ ἐπιλογὲς καὶ ἐπιδιώξεις τους ἔρχονται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ αὐτὸ ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ὑπηρετοῦν. Εἶναι, ἀλίμονο, ἐπικίνδυνοι γιὰ τὸ κοινωνικὸ σύν­ολο καὶ ἐλάχιστες φορὲς τιμωροῦνται ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία τους. Πάντα βρίσκουν παραθυράκια καὶ παραμένουν στὴ θέση τους καὶ ὄχι σπάνια προάγονται, γεγονὸς ποὺ εἶναι προκλητικό.

Οἱ ἄνθρωποι τοῦ λαοῦ ποὺ δὲν εἶναι ὑπάλληλοι καὶ δὲν ἔχουν σταθερὲς ἀποδοχές, εὔκολα βγάζουν τὸ συμπέρασμα ὅτι ὅλοι οἱ ὑπάλληλοι τὸ ἴδιο εἶναι. Ἡ κρίση τους εἶναι προφανῶς ἄδικη. Δὲν εἶναι ὅλοι οἱ ἐργαζόμενοι στὸ δημόσιο διεφθαρμένοι καὶ σκανδαλοποιοί. Ὅμως ὑπάρχουν τὰ πρόσωπα, ποὺ σκανδαλίζουν καὶ διαβρώνουν μεγάλο μέρος τῆς κοινωνίας.

Σημειώνουμε δύο πρόσφατα περιστατικά, ποὺ προκάλεσαν τὸ κοινὸ αἴσθημα καὶ ὁδηγοῦν στὴν ἀντίληψη ὅτι δὲν εἶναι τὰ μοναδικὰ στὸ δημόσιο καὶ τὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο. Ἁπλῶς αὐτὰ ἔγιναν εὐρύτερα γνωστὰ ἀπὸ τὰ μέσα ἐνημέρωσης.

Τὸ πρῶτο περιστατικό. Πέντε συνοριοφύλακες, ἄνδρες τῆς Ἑλληνικῆς Ἀστυνομίας, ὑπηρετοῦσαν στὸν Ἕβρο, γιὰ νὰ φυλάνε τὰ σύνορα καὶ νὰ ἐμποδίζουν τὴν εἴσοδο τῶν μεταναστῶν στὴ χώρα μας. Γιὰ τὸ ἔργο αὐτὸ τῆς Ἀστυνομίας ὅλοι οἱ πολίτες ἔχουν καλὸ λόγο νὰ ποῦν. Ὅμως οἱ συγκεκριμένοι ἀστυνομικοὶ δὲν ἦταν ἄξιοι τῆς ἀποστολῆς τους καὶ διευκόλυναν, ἔναντι ἀμοιβῆς, τοὺς μετανάστες νὰ περνοῦν στὴ χώρα καὶ νὰ τοὺς προωθοῦν στὸ ἐσωτερικό. Ἔκαναν δηλαδὴ τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὰ καθήκοντά τους!

Τὸ δεύτερο περιστατικό. Ἕνας σαραντάχρονος ἄγαμος κληρικὸς - καταχρηστικὰ ἀποκαλεῖται ἀρχιμανδρίτης - ἀσκώντας «ποιμαντικὴ» πρὸς τοὺς νέους ἀνθρώπους, χρησιμοποιοῦσε ὅλες τὶς ἁμαρτωλὲς δυνατότητες τοῦ διαδικτύου. Κατηγορεῖται λοιπὸν γιὰ ἀσέλγειες μὲ νέους κατηχητόπαιδες!  Φοβερὸ καὶ ὡς σκέψη μόνο! Ὡς πράξη εἶναι φρικτὸ καὶ ἐξοργίζει κάθε πιστὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀναγκάζεται νὰ σκεφθεῖ καὶ τοὺς ἠθικοὺς αὐτουργοὺς τῆς ἄθλιας ὑπόθεσης, δηλαδὴ τὸν ἐπίσκοπο ποὺ τὸν εἶχε χειροτονήσει καὶ τὸν πνευματικὸ ποὺ εἶχε δώσει τὴ συμμαρτυρία (ἔγγραφο ὅτι ὁ ὑποψήφιος κληρικὸς δὲν ἔχει κωλύματα ἱερωσύνης) καὶ παραπλάνησε τὸν Ἐπίσκοπο. Μήπως καὶ ὁ πνευματικὸς ἦταν τοῦ ἰδίου φυράματος; Βέβαια ὅλες οἱ διερευνήσεις εἶναι περιττές, ἀφοῦ τὰ γεγονότα κραυγάζουν. Οὔτε θέλουμε νὰ ὑπενθυμίσουμε τὰ καθήκοντα στοὺς ἁρμόδιους. Εἶναι πιθανὸ ὁ συγκεκριμένος σκανδαλοποιὸς κληρικὸς νὰ ἦταν ἄξιος πρὸ τῆς χειροτονίας καὶ νὰ βυθίστηκε στὸ βοῦρκο τῆς ἁμαρτίας, ὄντας ἱερομόναχος μὲ ἀνεμίζον ἐπανωκαλύμμαυχο, ποὺ τοῦ «θύμιζε ἀγγελικὰ φτερά».

Κάποτε πρέπει νὰ ἐκδιωχθοῦν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία οἱ ὑποκριτὲς ρασοφόροι, γιατί σκανδαλίζουν τὸν πιστὸ λαό, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴ συκοφαντοῦνται οἱ ἄξιοι κληρικοὶ ποὺ ἀγωνίζονται τὸν καλὸ ἀγώνα καὶ ποιμαίνουν τὸ λαὸ θεοφιλῶς. Ἀλλὰ καὶ ἡ πολιτεία πρέπει νὰ βρίσκεται σὲ ἐγρήγορση καὶ νὰ μὴ ἀναθέτει ὑψηλὰ καθήκοντα σὲ ἀσυνείδητους ὑπαλλήλους.

orthodoxostypos.gr 

Κυριακή 17 Μαρτίου 2024

Ο γενναίος μαχητής Παπαφλέσσας προσφέρει τη ζωή του για την ελευθερία του υπόδουλου Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας στο Μανιάκι

Γρηγόριος Παπαφλέσσας, ο ρασοφόρος αγωνιστής και μάρτυρας της ελευθερίας της Ελλάδος. Σημαντικός πολεμιστής της παλιγγενεσίας του 1821. Πρόσφερε ολοκαύτωμα τον εαυτό του στον αγώνα για του Χριστού την πίστη την αγία και της Ελλάδος την ελευθερία. Ηρωικά πολέμησε στο Μανιάκι, έπεσε μαχόμενος και πέρασε στο πάνθεο των ηρώων.

        Το πραγματικό ή το κατά κόσμον όνομα του Παπαφλέσσα ήταν Γεώργιος Δικαίος του Δημητρίου, ένα από τα 28 παιδιά του πατέρα του. Το δε Φλέσσας πιθανολογείται ότι είναι παραφθορά του Εφέσιος ή Εφεσαίος. Έτσι ο παπάς Φλέσσας έγινε Παπαφλέσσας. Τόπος γεννήσεώς του καταγράφεται το χωριό Πολιανή Μεσσηνίας και έτος γεννήσεως το 1786 ή 1788. Φοίτησε στη περίφημη σχολή της Δημητσάνας αλλά δεν την τελείωσε. Το έτος 1816 προσέρχεται στον μοναχισμό και μονάζει στο μοναστήρι της Παναγιάς της Βελανιδιάς στην Καλαμάτα και λαμβάνει το όνομα Γρηγόριος. Πνεύμα ατίθασο έρχεται σε σύγκρουση με τον επίσκοπο Μονεμβασιάς και φεύγει από το μοναστήρι και καταφεύγει στο μοναστήρι της Ρεκίτσας. Εκεί έρχεται σε αντιπαράθεση με τούρκο της περιοχής για τα περιουσιακά στοιχεία της μονής και καταφεύγει στη Ζάκυνθο. Την εποχή αυτή στη Ζάκυνθο διαβιεί ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με τον οποίο γνωρίζεται και γίνονται φίλοι. Στην Κωνσταντινούπολη, αργότερα, χειροτονείται αρχιμανδρίτης από τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄. Ο Αναγνωστόπουλος τον μυεί στη Φιλική Εταιρεία στις 18 Ιουνίου 1818 και υπογράφει τα έγγραφα της εταιρείας ως Αρμόδιος και ως διακριτικά χρησιμοποιεί τα αρχικά ΑΜ. Τον Μάιο του 1820 με τον Γεώργιο Λεβέντη στο Βουκουρέστι συντάσσουν το «Σχέδιον Γενικόν». Ο Παπαφλέσσας προτείνει στον Αλέξανδρο Υψηλάντη την έναρξη της επανάστασης στην Πελοπόννησο και την παρουσιάζει έτοιμη για αυτό τον σκοπό, χρησιμοποιώντας πλαστά έγγραφα. Η σύσκεψη του Ισμαηλίου αποφασίζει να σταλεί ο Παπαφλέσσας στην Πελοπόννησο ως εκπρόσωπος του Αρχηγού. Ο Παπαφλέσσας τέλη Νοεμβρίου του 1820 αναχωρεί από την Κωνσταντινούπολη για Πελοπόννησο. Στο ταξίδι αυτό προς την Μάνη περνά από τις Κυδωνιές, τα νησιά Ύδρα και Σπέτσες. Στα νησιά αυτά βρίσκει τον κόσμο χωρισμένο σε δυο στρατόπεδα όσο αφορά το πρόσωπό του. Βρίσκει θερμούς οπαδούς αλλά και πολέμιους. Οι προεστοί στην Πελοπόννησο τον δέχονται με καχυποψία. Συμμετέχει στη συνέλευση της Βοστίτσας και παρουσιάζει τις εντολές του Αλεξάνδρου Υψηλάντη για την έναρξη της επανάστασης από τον Μοριά. Οι επιφυλάξεις υπάρχουν και προτείνεται να αποσυρθεί στο μοναστήρι της Σιδερόπορτας. Τους απειλεί ότι θα ξεκινήσει τον αγώνα μόνος του. Κινείται σε περιοχές της Γορτυνίας και της υπόλοιπης Πελοποννήσου διακηρύσσοντας ότι η ημέρα του Ευαγγελισμού, η 25η Μαρτίου, έχει ορισθεί ως ημέρα έναρξης του αγώνα. Συναντά σημαντικούς καπεταναίους, μετέπειτα  γενναίους οπλαρχηγούς Κολοκοτρώνη, Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και άλλους. Στην Άλωση της Τριπολιτσάς, σύμφωνα με την παράδοση, όταν χρειάστηκε να υψώσουν σημαία, ο Παπαφλέσσας έσκισε το βαθύ γαλάζιο εσώρασό του (το επονομαζόμενο αντερί), σχημάτισε ένα τετράγωνο και διέταξε το πρωτοπαλίκαρό του και γνωστό αγωνιστή, Παναγιώτη Κεφάλα, να σχίσει δύο λουρίδες από την άσπρη φουστανέλα του, έτσι ώστε να σχηματίζουν σταυρό. Η σηµαία αυτή, η οποία και από πολλούς θεωρείται ότι αποτέλεσε τη βάση της πρώτης επίσημης σημαίας του ελληνικού κράτους, υψώθηκε με ξέφρενο πανηγυρισμό στο τουρκικό διοικητήριο της ελεύθερης πλέον πόλης. Συμμετέχει ενεργά στα πολεμικά δρώμενα με ηρωισμό και αυταπάρνηση. Σε πολλές μάχες είναι αισθητή η παρουσία του μαζί με τα παλικάρια του. Η Β΄ εθνοσυνέλευση στο Άστρος της Κυνουρίας τον εκλέγει υπουργό των εσωτερικών, θέση που διατηρεί μέχρι τον θάνατό του. Κατά τον εμφύλιο αρχικά τάχτηκε με το μέρος του Κολοκοτρώνη αλλά, αργότερα, πέρασε στο αντίπαλο στρατόπεδο.
Το ηρωικό τέλος του Παπαφλέσσα.
        Ο Ιμπραήμ Πασάς σαρώνει την Πελοπόννησο και ο Παπαφλέσσας αποφασίζει να τον αντιμετωπίσει στο Μανιάκι. Ο στρατός του αποτελείται από 700 μαχητές. Ανταποκρινόμενοι σε έκκλησή του ενισχύουν το στράτευμα ο ανεψιός του Δημήτρης Φλέσσας με εκατόν πενήντα παλικάρια, ο Α. Κουμουνδούρος, ο Παν. Μπούρας, ο Αδαμάκης Αποστολόπουλος κι ο Ν. Κουλοχέρας με τους νταϊφάδες τους. Εκεί δυνάμωσαν το στράτευμά του ο Γιώργης Μπούτος απὸ το Μελιγαλά κι ο Καρακίτσος απὸ το Κατσαρό. Κίνησε για τη Φρουτζάλα. Σ᾿ αυτὴ συναντήθηκε με τους άοπλους αγωνιστὲς του Νιόκαστρου και με τον Μανιάτη Μούρτζινο. Μαθαίνει πως η κυβέρνηση αποφάσισε να αμνηστεύσει τους φυλακισμένους. Κάθεται λοιπόν, στις 14 του Μάη, και γράφει συστήνοντας να τους βγάλουν χωρὶς το παραμικρό χασομέρι, και ξέχωρα τον Κολοκοτρώνη, που έπρεπε να του δοθεί αμέσως η αρχιστρατηγία. Λησμόνησε για το καλό της πατρίδας ότι ο Κολοκοτρώνης ήταν πολιτικός του αντίπαλος. Προέχει το γενικό καλό, η λευτεριά της πατρίδος. Η ορθοδοξία. Ο στρατός του ανέρχεται, τώρα, σε 1500 άτομα. Παίρνει ευχάριστες ειδήσεις: από τον Δημήτρη Πλαπούτα από τον Αετό πως έρχεται να τον συντρέξει με 1600 νοματαίους, από τους καπεταναίους της Αρκαδίας, από το χωριό Μάλι, εφτά ώρες δρόμο από τη Δραΐνα, πως βρίσκονταν εκεί με 2000 αγωνιστές, από τον αδελφό του Νικήτα πως έφτασε στη Φρουτζάλα κι ερχόταν με 700 νοματαίους κι από τον Ηλία Κατσάκο από την Καλαμάτα πως είχε κάτω από τις προσταγές του 1000 πολεμιστές. Όλοι μαζὶ ίσαμε πέντε χιλιάδες. Αριθμός, πάλι, μικρός για να αντιμετωπίσει το πολυάριθμο στράτευμα του Ιμπραήμ. Τη στιγμή που ο Παπαφλέσσας ετοιμαζόταν να φύγει απὸ τη Δραΐνα φτάνουν σε βοήθειά του ο Ηλίας Κέρμας με 120 Κοντοβουνίσιους, ο Θανασούλας Καπετανάκης με 80, ὁ Π. Κεφάλας με 20, ὁ Πιέρος Βοϊδὴς κι ὁ Τσαλαφατίνος με 120 Μανιάτες, ὁ Στ. Καπετανάκης με 20, ὁ Λίβας, ὁ Μπιτσιάνης κι ὁ αδελφός του Γιώργης Δικαίος με 80. Έτσι όταν έφτασε στο Μανιάκι ὁ Παπαφλέσσας είχε μαζί του ίσαμε δύο χιλιάδες άντρες. Την 20η Μαΐου  το ασκέρι του Ιμπραήμ έκανε την εμφάνισή του. Πολλοί Έλληνες μόλις το είδαν φοβήθηκαν και έφυγαν. Διατάζει να μετρήσουν πόσοι μαχητές μείνανε και βρέθηκαν λιγότεροι από χίλιοι. Είναι 500 ή κατ άλλους 600. Καθὼς ήταν συναγμένοι τους βγάζει φλογερό λόγο θυμίζοντάς τους τις νίκες στο Βαλτέτσι, στο Λεβίδι, στη Γράνα, στα Βέρβενα και την καταστροφή της στρατιάς του Δράμαλη.
- Όπου νάναι φτάνουν, τους λέει, δεκαπέντε χιλιάδες πατριώτες σε βοήθειά μας, ὁ Πλαπούτας κι όλοι οι Ἀρκαδινοί, ὁ αδελφός μου Νικήτας, ὁ Κατσάκος κι άλλοι Μανιάτες. Σε μία ώρα θάναι εδώ. Θα τριγυρίσουν τ᾿ ασκέρι του Ἰμπραὴμ και θα το κτυπάνε απὸ τις πλάτες. Ἀδέρφια! ἡ πατρίδα καρτεράει απὸ μας να δοξαστεί ξανά απὸ τη νίκη μας! Όταν έπαψε να μιλάει ὁ Παπαφλέσσας, ὁ Μανιάτης Βοϊδὴς είπε τα αξιομνημόνευτα τούτα λόγια:
- Πάμε στα ταμπούρια μας κι όποιος θα μείνει γιαμά, ας ακούει των γυναικών τα μοιρολόγια!...Ο Ιμπραήμ προχωρά, τα ασκέρια του αψηφούν τα βόλια των Ελλήνων μαχητών. Το μεσημέρι κάλεσαν οι σάλπιγγες του εχθρού τον αιγυπτιακό στρατό να πάψει την επίθεσή του και ν᾿ αποσυρθεί για να κολατσίσει. Του προτείνουν να φύγουν την ώρα που οι Αιγύπτιοι τρώνε... τους απαντά
-Εγὼ σας είπα και πρώτα και τώρα σας το λέγω τη φευγάλα να μην τη βάζετε διόλου στο νου σας, γιατὶ εμείς χανόμαστε άδικα αν πέσουμε πάνω στη φωτιὰ του εχθρού. Όχι, δε θα παραδώσω τους Έλληνες μόνος μου στ᾿ αδιάκοπο ντουφέκι του τακτικού. Έπειτα εμείς καρτεράμε τη βοήθεια πού, καθώς γνωρίζετε, θα φτάσει ώρα την ώρα. Παγαίνετε τώρα στα πόστα σας!.. Στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα ανακατώθηκαν Τούρκοι κι Έλληνες και γίνηκαν όλοι ένα. Όπως οι εχθροὶ φόραγαν κόκκινες στολές, «ὁ τόπος όλος εκοκκίνισεν απὸ αυτὲς κι απὸ τα αίματα». Ὁ σημαιοφόρος του Παπαφλέσσα, ὁ Δημήτρης απὸ τη Χίο, για να μην πέσει ἡ σημαία στα χέρια του εχθρού την σκίζει, τη χώνει στο στήθος του, σπάζει και το σταυρό του κονταριού και τον βάζει στο σελάχι του, και με το σπαθὶ στο χέρι σαν αστραπή χιμά πάνω στο τούρκικο ασκέρι και φεύγει. «Ἡ παλικαριά του είναι αμίμητος», γράφει ὁ Φωτάκος. Σιγά - σιγά σκόρπαγε ὁ καπνός της μάχης. Οι νικητὲς τότε βάλθηκαν να σκυλεύουν τους σκοτωμένους. Ύστερα άρχισαν να κόβουν τ᾿ αφτιά τους, να τα πάνε στον Ιμπραὴμ να πάρουνε μπαξίσι. Τότε τσακώθηκαν «μεταξὺ των ποιος απὸ αυτοὺς να έχει περισσότερα». Κατέβηκε τέλος κι ὁ Ιμπραήμ στο ταμπούρι του Παπαφλέσσα. Αφού έκανε ντουμάδες στον Αλλάχ για τη νίκη, πρόσταξε το στρατό του να ρίξει τρεις νικητήριες μπαταριές. Μετὰ παράγγειλε να του φέρουν το κουφάρι του Παπαφλέσσα. Βρήκαν το ακέφαλο κορμί του. Δίπλα του κείτονταν νεκρός ο νεαρός Γάλλος κι ολόγυρα πλήθος τα κουφάρια των εχθρών. Λίγο πιο πέρα πέτυχαν και το κεφάλι του ήρωα. Το έφεραν στον Ιμπραήμ· τους είπε να χώσουν στη γη ένα ψηλό παλούκι και να στήσουν όρθιο τον σκοτωμένο δένοντάς τον πάνω σ᾿ αυτό. Ύστερα στερέωσαν στο κορμὶ και το κεφάλι, αφού πριν πλύνανε τα αίματα απὸ τα γένια του. Τότε «ὁ νεκρός εφαίνετο ως να ήτο ζωντανός». Ο Ιμπραήμ, αφού «ακίνητος κι άφωνος τον παρετήρησεν ολίγον», γυρνά και λέει στους αξιωματικούς του:
- Πραγματικά, στάθηκε ένας ικανός και γενναίος άνθρωπος. Και καλύτερο θα ήταν, κι ας παθαίναμε άλλη τόση ζημιά, να τον πιάναμε ζωντανό, γιατὶ πολὺ θα μας χρησίμευε. «Η Λεωνίδειος μάχη» είχε τελειώσει. Το Μανιάκι πήρε τη θέση του, στις σελίδες της Ιστορίας μας, δίπλα στις Θερμοπύλες και στην Αλαμάνα. Τώρα, ανατολικά από το χωριό Μανιάκι, στο ξωκλήσι «Αγία Ανάσταση», βρίσκονται τα κόκαλα εκείνων που πέσανε σε τούτη τη μάχη, θυμίζοντας, σ εμάς τους μεταγενέστερους, πως η λευτεριά μας, καθώς λέει στον εθνικό μας ύμνο ὁ Σολωμός, είναι απ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα Ιερά.

Μυργιώτης  Παναγιώτης
Μαθηματικός

Ο ΜΑΖΙΚΟΣ ΔΙΩΓΜΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 1964

…κάποια γεγονότα που θα έπρεπε να γνωρίζουμε και να θυμόμαστε

16/3/1964.— Νέο μεγάλο κύμα διωγμῶν, τρομοκρατίας καὶ ἀπελάσεων Ἑλλήνων στὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ ἀποτέλεσμα τὸν ξεριζωμὸ τους ἀπό τὰ σπίτια καὶ τὴν περιουσία τους. Μὲ τὸ μαχαίρι στὸ λαιμὸ, χιλιάδες Ἕλληνες τῆς Πόλης, διώχνονταν ἔχοντας περιθώριο λίγες μόνο ὥρες καὶ μὲ δικαίωμα νὰ πάρουν μαζὶ τους μόνο πράγματα βάρους 25 κιλῶν καὶ λίρες ἀξίας τὸ μέγιστο 30 δολλαρίων.. Ἡ Ἄγκυρα μονομερῶς ἀναίρεσε τὴν συμφωνία ποὺ εἶχε ὑπογραφεῖ μεταξὺ Βενιζέλου καὶ Ἀτατοῦρκ γιὰ τὴν αὐτόματη ἀνανέωση παραμονῆς Ἑλληνικῶν διαβατηρίων, μὲ σκοπὸ πολιτικὲς πιέσεις γιὰ τὴν Κύπρο.

Τὸ 1963, τὸ Κυπριακὸ πρόβλημα ἦταν σὲ ἔξαρση μὲ ἀνταρσία τῶν τουρκοκυπρίων, τὸν αὐτοπεριορισμό τους σὲ θύλακες, καὶ μιὰ Ἑλλάδα μέσα σὲ κοινωνικὰ προβλήματα.

Ἔτσι, μετὰ τοὺς βομβαρδισμοὺς ποὺ πραγματοποίησε ἡ τουρκικὴ ἀεροπορία τὸν χειμῶνα τοῦ 1963 στὴν Κύπρο, τέθηκε [ἐντός τουρκίας] τὸ ζήτημα τῶν Ἑλλήνων ὑπηκόων, ποὺ ζοῦσαν στὴ χῶρα, ὡς ἀπόρροια τῆς Συμφωνίας Ἀτατοῦρκ καὶ Βενιζέλου.

Μάλιστα οἱ τουρκικὲς Κυβερνήσεις, εἶχαν γνωμοδοτήσει τὴν ἄποψη, πὼς ἡ Ἑλληνική Μειονότητα, ἐάν δὲν εἶχε τοὺς Ἕλληνες ὑπηκόους ποὺ ἦταν περίπου 35 - 40.000, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιβιώσῃ στὸ τουρκικὸ μουσουλμανικὸ περιβάλλον.

Ἔτσι τὸ 1964, ἀποφασίστηκε πὼς ἐν ἀρχῇ, 10.224 ἄνθρωποι ἦταν ἐθνικός κίνδυνος γιὰ τὴν τουρκία καὶ πὼς ἔπρεπε νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν χῶρα ἐντός 24 ὡρῶν.

Ἀφορμή ὅμως στάθηκε τὸ μυστικὸ Νομοδιάταγμα**** ποὺ δέσμευε τὶς περιουσίες τῶν Ἀνεπιθύμητων Ἑλλήνων (!) στὴν τουρκία!

Ἔτσι μέσα σὲ λίγες μέρες τὰ σχολεῖα σχεδὸν ἄδειασαν, δὲν ὑπῆρχαν εἰσιτήρια καὶ «τσὲκ» καὶ φυσικὰ ὁ κόσμος ἄρχισε νὰ ἐγκαταλείπῃ μαζικὰ τὴν Κωνσταντινούπολη, μὲ διαταγὴ νὰ ἔχουν δύο [2] βαλίτσες μὲ 25κιλᾶ μαζικὰ βάρος, καὶ τὸ πολὺ 30 δολλάρια μαζὶ τους.

Τὸ Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, προσπαθοῦσε νὰ ἀλλάξῃ τὰ πράγματα, μὰ ὁ Πατριάρχης Ἀθηναγόρας, δὲν μπόρεσε νὰ πετύχῃ ἀπολύτως τίποτα.

Σὲ διάστημα λίγων μηνῶν, 10.224 ἄνθρωποι, εἶχαν φύγει ὁριστικά ἀπό τὴν τουρκία· οἰκογένειες χωρίστηκαν, ἡλικιωμένοι ἄνθρωποι θεωρήθηκαν ὡς κίνδυνοι τοῦ τουρκικοῦ κράτους.. καὶ φυσικὰ τὸ Ἑλληνικὸ Κρᾶτος,  ἀπασχολημένο μὲ τὰ ἐσωτερικά προβλήματα τῆς Ἑλλάδος, πέρα ἀπό τὰ διαβήματα ποὺ ἔκανε στὸν ΟΗΕ, δὲν μπόρεσε νὰ ἀντιδράσῃ, καὶ παρόλο ποὺ ὑπῆρξαν σχέδια γιὰ ἀντιμέτρα ἐναντίων τῶν μουσουλμάνων τῆς Δυτικῆς Θράκης, ἐν τοῦτοις δὲν πραγματοποιήθηκαν αὐτές οἱ ἀπειλές.

Οἱ μαζικὲς ἔξοδοι Ἑλλήνων ὑπηκόων, μονίμων κατοίκων τῆς Πόλης, εἶχαν δημιουργήσει ἕνα σωρὸ προβλήματα, ὅπως τὶς τύχες τῶν περιουσιῶν τους.

Μὲ μυστικὰ διατάγματα, τὰ σπίτια καὶ οἱ περιουσίες των δημευόντο ἀπό τὸ τουρκικό δημόσιο, ἐνῷ γιὰ ξεκάθαρα λόγους σκοπιμότητος, χαρακτηρίστηκαν ὡς περιουσίες, ποὺ οἱ νόμιμοι κάτοχοι τὶς ἐγκατέλειψαν… καὶ ἔτσι τὰ σπίτια αὐτά περιῆλθαν στὸ τουρκικό δημόσιο.

Τὰ ἐκπαιδευτικά ἰδρύματα συρρικνώθηκαν, καὶ ὁ Ἑλληνισμός τῆς τουρκίας δέχτηκε ἀκόμη ἕνα πλῆγμα στὴν ἱστορία του, γιατὶ ἡ Ἑλλάδα δὲν μπόρεσε νὰ βοηθήσῃ ἤ νὰ ἀντιδράσῃ, καὶ περίπου 1500 οἰκογένειες, χωρίστηκαν, μὲ τραγικὰ ἀποτελέσματα ὡς ἐπί τῷ πλείστων [ἀναφέρθηκαν περίπου 450 περιστατικὰ αὐτοκτονίας]..

Ἐπιλεγμένο ἀπόσπασμα ἀπό τὸ βιβλίο «ΤΟ ΘΑΥΜΑ, ΜΙΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», τοῦ Λεωνίδα Κουμάκη

<< Ἕνα δέος ἀνάμεικτο μὲ λύπη κυρίευσε τὴν ψυχή μου. Ἤθελα νὰ μπῷ μέσα νὰ ζήσῳ τὴν ἀτμόσφαιρά του γιὰ μία ἀκόμα φορὰ. Χτύπησα διστακτικὰ τὴν πόρτα. Μπῆκα μέσα καὶ μὲ φωνὴ ποὺ ἔτρεμε λίγο, εἶπα:

– Αὔριο φεύγουμε γιὰ πάντα ἀπό τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ θὰ ἤθελα νὰ ἀποχαιρετήσῳ τὸ δάσκαλό μου.

Κοίταζα τὶς δύο ἐπιβλητικές πλευρὲς, μὲ τὶς μαρμάρινες σκᾶλες ποὺ ὁδηγοῦσαν στὶς αἴθουσες διδασκαλίας. Πρῶτα χτύπησα τὴν πόρτα τοῦ γραφείου τοῦ Διευθυντὴ τοῦ Σχολείου μας ἀλλά, παρὰ τὴν ἐπιμονή μου, δὲν πῆρα ἀπάντηση.

Μετὰ πῆγα στὸ γραφεῖο τοῦ δασκάλου μου, τοῦ κυρίου Ἀποστόλου.

– Φεύγουμε καὶ ‘μεῖς καὶ ἦλθα νὰ σᾶς ἀποχαιρετήσῳ, τοῦ εἶπα. Θὰ ἤθελα νὰ ἀποχαιρετήσῳ καὶ τὸν Διευθυντή μας τὸν κ. Φραγκόπουλο, ἀλλά δὲν εἶναι ἐδῷ!

Σηκώθηκε καὶ περπατῶντας σιγὰ - σιγὰ, γιατὶ ἤτανε κουτσὸς, μὲ πλησίασε καὶ μὲ ἀγκάλιασε:

– Νὰ πᾶς στὸ καλὸ παιδὶ μου. Νὰ εἶσαι τὸ ἴδιο μελετηρὸς καὶ καλὸς μαθητὴς ὅπως ἤσουνα ἐδῷ καὶ θὰ προοδεύσῃς στὴ ζωὴ σου. Εὔχομαι σὲ σένα καὶ στὴν οἰκογένειά σου, καλὴ τύχη.

Εἶχα δακρύσει. Βγαίνοντας, τὸ μάτι μου ἔπιασε τὴν τουρκάλα ὑποδιευθύντρια, ποὺ τὴν ἀποκαλούσαμε «φίδι». Ἔκανα πὼς δὲν τὴν εἶδα, γιατὶ δὲν εἶχα καμμία διάθεση νὰ δῷ τὴν ἰκανοποίησή της ποὺ ἐπιτέλους οἱ ἄπιστοι ξηλωνότανε ἕνας - ἕνας. Ἀνέβηκα σιγὰ - σιγὰ στὸν πρῶτο ὄροφο ὅπου βρισκότανε ἡ τάξη μου. Ἔριξα μιᾶ τελευταῖα ματιὰ καὶ ἔφυγα….>>

****ΚΑΡΑΡΝΑΜΕΣ :

[Τὸ τουρκικὸ ὑπουργικό Συμβούλιο, μὲ βάση τὴ μυστικὴ ἀπόφαση {6/3801}, δέσμευε τὸ σύνολο τῆς κινητῆς καὶ ἀκίνητης περιουσίας τῶν Ἑλλήνων ὑπηκόων. Ἡ ἀπόφαση αὐτή, γνωστὴ στὴν ἑλληνική ὁμογένεια τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὡς ὁ «καραρναμὲς» (ὰπό τὴν τουρκικὴ λέξη kararname =ἀπόφαση) ἀπαγόρευε τὴ μεταβίβαση ἐμπράγματων δικαιωμάτων στοὺς Ἕλληνες ὑπηκόους μὲ ἀποτέλεσμα μὲ τιμὲς τοῦ 2004, μετὰ ἀπό καταγραφὴ τοῦ κεντρικοῦ συμβολαιογραφείου τῆς Μητροπολιτικῆς ζώνης Κωνσταντινουπόλεως, ἡ ἀντικειμενική ἀξία τῶν ἀκινήτων ποὺ ἀνῆκαν στὸ σύνολο τῶν ἀπελαθέντων Ἑλλήνων Κωννσταντινοπολιτῶν μὲ Ἑλληνικά διαβατήρια, νὰ ξεπερνᾶ τὰ 2,1 δις εὑρῶ.]

Ἀπό τὰ ἱστολόγια :

http://www.omogeneia-turkey.com/

http://stratisandriotis.blogspot.gr/

http://eistorias.wordpress.com/  

Ἐπεξεργασία, ἀντιγραφή καὶ πολυτονισμὸς κειμένου : Ἑλληνικό Ἡμερολόγιο

Σχετικό άρθρο - για τα Σεπτεμβριανά:

Εκείνον τον Σεπτέμβριο στην Πόλη… (μια συγκλονιστική ιστορία- και για μεγάλα παιδιά)

ΜΑΡΤΙΟΣ 17, 2014 ΑΠΟ ΤΟΝ/ΤΗΝ A.X.T.

antexoume.wordpress

Η φωτογραφία είναι από το ιστολόγιο: antexoume.wordpress 

Κυριακή της Τυροφάγου: Τα όπλα του Χριστιανού (+Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός)

(Ματθαίου στ’ 14-21)

«Το στάδιον των αρετών ηνέωκται»

1. Ευρισκόμεθα στο τέλος του πρώτου μέρους του Τριωδίου και από αύριο εισερχόμεθα στο δεύτερο μέρος του, την Μ. Τεσσαρακοστή. Μας δίδαξε ήδη η Εκκλησία μας την αρετή της ταπεινοφροσύνης, ως βασική προϋπόθεση της μετανοίας, κατά την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου. Μας βεβαίωσε την πραγματικότητα της σωτηρίας, όταν υπάρχει ειλικρινής μετάνοια, κατά την Κυριακή του Ασώτου. Και τέλος μας προέβαλε ανάγλυφο τον λόγο, για τον οποίο έχουμε ανάγκη μετανοίας και επιστροφής, το γεγονός δηλαδή της παγκοσμίου Κρίσεως, κατά την Κυριακή της Απόκρεω. Επειδή δε η Μ. Τεσσαρακοστή είναι περίοδος πνευματικοσωματικής προετοιμασίας και εισαγωγής στο πάθος του Χριστού μας, μας υπενθυμίζει η Εκκλησία σήμερα ένα σοβαρό και θλιβερό γεγονός, που έγινε αιτία να έλθει ο Χριστός στον κόσμο και να πάθει. Μας υπενθυμίζει την έξωση του ανθρώπου από τον Παράδεισο.

2. Όταν ο σημερινός άνθρωπος ακούει έξωση από τον Παράδεισο, το θεωρεί αστείο. Του φαίνεται «ωσεί λήρος» ο λόγος αυτός. Εάν μάλιστα είναι κάποιος «φιλελεύθερος» και προοδευτικός θεολόγος, θα δεχθεί το πράγμα με έννοια αλληγορική, μεταφορική.

Είναι παρατηρημένο, πως, όσον αφορά στην Aγια Γραφή, όσα μας συμφέρουν τα παίρνουμε κατά γράμμα. Σ’ όσα όμως (νομίζουμε πως) δεν μας συμφέρουν, δίνουμε αλληγορική ερμηνεία. Παρ’ όλ’ αυτά είναι και η έξωση εκ του Παραδείσου ένα από τα γεγονότα εκείνα, που δεν επιδέχονται αλληγορική ερμηνεία, γιατί είναι αλήθειες. Η έξωση απ’ τον Παράδεισο είναι το γεγονός του πνευματικού θανάτου του ανθρώπου, του χωρισμού του από τον Θεό διά της αμαρτίας. Το τραγικότερο δε σημείο της γνωστής αγιογραφικής διηγήσεως (Γεν. κεφ. γ’) είναι ότι, ενώ εδόθη από τον Θεό στον άνθρωπο η δυνατότητα της μετανοίας μέσα στον Παράδεισο, ακόμη, ο άνθρωπος δεν θέλησε να παραδεχθεί την πτώση του. Απλώς μεταβίβασαν την ευθύνη ο Αδάμ στην γυναίκα και η γυναίκα στο φίδι. Η πτώση του ανθρώπου, λοιπόν, υπήρξε φυσική, γεγονός της φύσεώς του, πτώση καθαρά δική του και όχι αποτέλεσμα δήθεν της θείας αυστηρότητας. Έπεσε δε ο άνθρωπος όχι μόνο γιατί έσφαλε, αμάρτησε, αλλά κυρίως γιατί δεν μετανόησε. Δεν παραδέχθηκε την αμαρτία του. Ναι, αδελφοί μου! Κραυγάζει απεγνωσμένα η λεγομένη επιστήμη, και ωρύεται, για να μας πείσει ότι ο άνθρωπος προέρχεται από τον πίθηκο, με απώτερο βέβαια σκοπό να αμφισβητηθεί η θεϊκή δημιουργία μας. Δεν χρειαζόμεθα όμως άλλην απόδειξη, για ν’ αποδειχτεί η πτώση μας. Ρωτήστε ένα παιδάκι: γιατί το έκαμες αυτό; Και θα πάρετε την απάντηση: Δεν το έκαμα εγώ, ο (τάδε) το έκαμε… Αυτή η μεταβίβαση της ευθύνης δεν αποδεικνύει την καταγωγή μας από τους Πρωτοπλάστους και την αλήθεια της αγιογραφικής διηγήσεως;

3. Η πτώση, λοιπόν, του πρώτου ανθρώπου - και μέσω αυτού ολοκλήρου της ανθρωπότητας - υπήρξε η αιτία της ελεύσεως του Χριστού μας στον κόσμο. Για να μας οδηγήσει και πάλι «εκ του θανάτου εις την ζωήν». Ο Χριστός όμως χειραγωγεί τον άνθρωπο διά της οδού της μετανοίας και της ολοκληρωτικής αφοσιώσεως στον Θεό. Γι’ αυτό είναι τόσον έντονος ο λόγος περί μετανοίας την Μ. Τεσσαρακοστή. Γιατί χωρίς αναγνώριση της πτώσεως και ειλικρινή επιστροφή δεν επιτυγχάνει ο άνθρωπος τον εξαγιασμό του, την ένωσή του με τον Θεό στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, του αληθινού Υιού Του.

Πόσοι όμως βλέπουν έτσι την Μ. Τεσσαρακοστή σήμερα; Για τους περισσοτέρους μας έχει ισοπεδωθεί κάθε διάθεση πνευματικής ανατάσεως. Και το χειρότερο είναι ότι δεν αρκείται ο κατ’ όνομα χριστιανισμός της εποχής μας στα έργα της ασωτίας του, αλλά έχει το θράσος ν’ απαιτεί να τα αναγνωρίσει και η Εκκλησία, ο Χριστός, να προσαρμοσθεί το Ευαγγέλιο στις διαθέσεις και τα μέτρα του… Γι’ αυτό από τον αποπροσανατολισμένο χριστιανικά κόσμο ποιμένας θεωρείται όποιος θα παραδεχθεί, έστω και «φιλοσοφικά», τον Καρνάβαλο και την ασωτία του, και όχι όποιος ευαγγελικά θα υποδείξει τις ανυπολόγιστες ηθικές συνέπειες των ρωμαϊκών οργίων, που με το ένδυμα της ψυχαγωγίας επιζούν και στην εποχή μας.

Η μετάνοια του ανθρώπου, για την οποία θα είναι από σήμερα βασικά ο λόγος, δεν είναι μια στιγμιαία αλλαγή καταστάσεως. Μια απλή μετάβαση από τα έργα του σκότους στα έργα του φωτός. Μετάνοια είναι μια συνεχής διαδικασία, που παρασταίνεται σχηματικά με μια σειρά αυξομειουμένων καμπυλών. Είναι ένα πεδίο μάχης εναντίον εχθρού, που από την στιγμή της πτώσεως διεκδικεί την ψυχή του ανθρώπου. Είναι αδιάκοπη προσπάθεια για το ξερίζωμα της κακής επιθυμίας, που αποτελεί και την ρίζα της αμαρτίας. Δεν αμαρτάνει το σώμα. Δεν νηστεύουμε, για να το εξουθενώσουμε. Το σώμα επλάσθη καλό και άγιο. Η ψυχή φταίει. Γιατί σ’ αυτήν ριζώθηκε η κακή επιθυμία. Εγκρατευόμεθα, λοιπόν, για να εξουθενωθεί η επιθυμία.

4. Όπως όμως σε κάθε αγώνα, έτσι και στον πνευματικό, που είναι ο ταχύτερος και αποφασιστικότερος, γιατί έχει διαστάσεις αιώνιες, χρειάζονται τα κατάλληλα όπλα. Αυτά τα όπλα μας υποδεικνύουν σήμερα και η αποστολική (Ρωμ. ιγ’ 13 έ.) και η ευαγγελική περικοπή. «Όπλα του φωτός» τα ονομάζει ό Απ. Παύ­λος. Και τα παρουσιάζει. Τα όπλα που υποδεικνύει ο Απόστολος είναι κυρίως τα αμυντικά. Η εκρίζωση των παθών. Η θανάτωση των σκοτεινών εκείνων αντιπάλων, που συντελούν στην αποξένωσή μας από τον Θεό. Τα επιθετικά μας όπλα τα παρουσιάζει εντονότερα η ευαγγελική περικοπή. Είναι η συγχωρητικότητα προς τους συνανθρώπους μας. Η αληθινή νηστεία, όχι δηλαδή απλή αποχή από τροφές, αλλά και πνευματική, αποχή από πάθη. Και τέλος η προσκόλλησή μας στον Θεό, ως τον μοναδικό θησαυρό μας. Χωρίς τα όπλα αυτά η διεξαγωγή του πνευματικού μας αγώνος είναι αδύνατη. Είναι ακατόρθωτη και η βίωση του μηνύματος της Μ. Τεσσαρακοστής. Και η Εκκλησία επιμένει να απευθύνει το προσκλητήριο αυτό και σήμερα, όπως κάνει αδιάκοπα δύο χιλιάδες χρόνια. Γιατί τα έργα του σκότους ή του φωτός δεν προσδιορίζονται από τις εποχές, αλλ’ από την ψυχή του ανθρώπου, που μένει σε κάθε εποχή η ίδια. Θέλετε ένα παράδειγμα της αλήθειας αυτής;

Ένας νέος, σοφός και κοσμικός με όλη τη σημασία της λέξεως, ένας «σύγχρονος» νέος, μολονότι μας χωρίζουν 1500 χρόνια από την εποχή του, ήταν ο Αυγουστίνος. Όλα του τα πολύτιμα προσόντα τα δαπανούσε στα έργα του σκότους. Και μια μέρα έντονης εσωτερικής πάλης άκουσε μια παιδική φωνή, που του ‘λεγε. «Πάρε και διάβασε». Γεμάτος απορία μπήκε στο γραφείο του και είδε στο έδαφος μερικά χειρόγραφα. Τα πήρε στα χέρια του και οι πρώτες φράσεις, που διάβασε, ήταν οι λόγοι του Απ. Παύλου, που ακούσαμε σήμερα: «αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα έργα του φωτός… μη κώμοις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω…». Κι’ αυτό ήταν το έναυσμα της επιστροφής του Αυγουστίνου.

Αδελφοί μου!

Με τους ίδιους λόγους, που ο Θεός κάλεσε τον ιερό Αυγουστίνο, για να τον μεταβάλει από άνθρωπο του σκότους σε τέκνο φωτός, καλεί και μας η Εκκλησία μας σήμερα σε μετάνοια και επιστροφή, ενώ έξω από τις εκκλησίες στολίζεται η επίφαση της χαράς και το προσωπείο της ευφροσύνης, ο Καρνάβαλος. «Το στάδιον των αρετών ηνέωκται οι βουλόμενοι αθλήσαι, εισέλθετε…».

(+ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Δ. ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΥ, «ΦΩΣ ΕΚ ΦΩΤΟΣ – Κηρυγματικές σκέψεις στα ευαγγελικά αναγνώσματα», ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ", ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ)

(Πηγή ηλ. κειμένου: impantokratoros.gr)

alopsis.gr 

Αδειάζουν τις αποθήκες των Ενόπλων Δυνάμεων: Συνεχείς πτήσεις An-124 Ruslan στην 112 ΠΜ – Μεταφέρουν τα ελληνικά όπλα στην Ουκρανία

Ποια οπλικά συστήματα συμφώνησε να παραδώσει σε Β.Ζελένσκι ο Κ.Μητσοτάκης

Συνεχείς είναι οι πτήσεις του μεταφορικού αεροσκάφους AN-124 Ruslan τ5ου Ζελένσκι από την Ουκρανία στην 112ΠΜ στην Ελευσίνα, όπου το αεροσκάφος φορτώνει μεγάλες ποσότητες πυρομαχικών που υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στον Ουκρανό πρόεδρ4ο.

Σύμφωνα με πληροφορίες σήμερα  έχουν πραγματοποιηθεί τουλάχιστον δύο τέτοιες πτήσεις όπου το τεράστιο μεταφορικό αεροσκάφος πλήρους φορτίου με ελληνικά πυρομαχικά απογειώνεται με άγνωστο προορισμό.

Όπως αναφέρεται το τεράστιο πακέτο όπλων που υποσχέθηκε ο Κ.Μητσοτάκης στον Ζελένσκι αφορά:

2.000 ρουκέτες Zuni  των 127 χλστ.

180  Α/Τ ρουκέτες των 2,75 ιντσών(70 χλστ.) HYDRA-70.

90.000 αντιαρματικά βλήματα των 90 χλστ.

4 εκατ. σφαίρες των 5,56 χλστ. και των 7,62 χλστ.

70 Ρ/Κ πυροβόλα M114A1 των 155 χλστ.

Όλα τα παραπάνω εκτός των 32 Ρ/Κ πυροβόλων των 105 χλστ. που χρησιμοποιούν οι Πεζοναύτες την παράδοση των οποίων μαζί με 50.000 οβίδες που  είχε αποκαλύψει το pronews.gr.

Πρόκειται για ένα τεράστιο πακέτο όπλων που η κυβέρνηση υποσχέθηκε στον Ζελένσκι και που φορτώνει στο Ruslan σε καθημερινή  βάση από την 112ΠΜ.

Μπορεί κάποια αυτά να έχουν χαρακτηριστεί ως παλαιά ή υλικό προς εκποίηση άλλα όμως όπως οι ρουκέτες Zuni αποτελούν βασικό οπλισμό των μαχητικών αεροσκαφών σε αποστολές βομβαρδισμού.

Για τα ρυμουλκούμενα των 155 χλστ. δεν το συζητάμε: Υπερπολύτιμα για την άμυνα της χώρας.

Τώρα τα μεταγωγικά αεροσκάφη Antonov του Ζελένσκι φορτώνουν στην Ελευσίνα.

Η φόρτωση  οπλικών συστημάτων του Ελληνικού Στρατού έγινε σε κοινή θέα καθώς στην κυβέρνηση θεωρούν τη συγκεκριμένη κίνηση ως… κατόρθωμα.

Το ΓΕΑ όμως που η μεταφορά γινόταν σε αεροπορική βάση δεν γνώριζε τίποτα μέχρι τη δημοσιοποίηση της φόρτωσης και ενήμερος ήταν μόνο ο Α/ΓΕΕΘΑ.

Ουσιαστικά ηξ κυβέρνηση κάνει ότι θέλει με τα πυρομαχικά και τα αποθέματα των ΕΔ τα οποία παραδίδει μαζικά στον Ζελένσκι. Και δεν είναι μόνο αυτά βέβαια, καθώς έχουν προηγηθεί άλλες τεράστιες ποσότητες από στρατόπεδα του ΕΣ, οι όποιες εκτιμώνται  σε 7.500 τόνους που αφαιρέθηκαν από τις αποθήκες των στρατοπέδων στις Κεχριές Κορίνθου «Αντισυνταγματάργχου Πεζικού Γεωργίου Κοκκώνη» και από τις αποθήκες  στο Πετσάλι, Ιωαννίνων,

pronews.gr 

Κυριακή της Τυροφάγου: Λόγος περί μετανοίας και περί εξορίας του Αδάμ και ότι εάν μετανοούσε δεν θα εξωρίζετο από τον Παράδεισον (Αγ. Συμεών ο Νέος Θεολόγος)

Η Ευαγγελική περικοπή της Θείας Λειτουργίας. Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον: στ’ 14 – 21.

«Είπεν ο Κϋριος: Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, αφήσει και υμίν ο Πατήρ υμών ο ουράνιος” Εάν δέ μή αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών, ουδέ ο Πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών. Όταν δέ νηστεύητε, μή γίνεσθε ώσπερ οι υποκριταί σκυθρωποί’ αφανίζουσι γάρ τα πρόσωπα αυτών, όπως φανώσι τοις ανθρώποις νηστεύοντες. Αμήν λέγω υμίν, ότι απέχουσι τον μισθόν αυτών. Σύ δέ νηστεύων, άλειψαί σου την κεφαλήν και το πρόσωπόν σου νίψαι, όπως μή φανής τοις ανθρώποις νηστεύων, αλλά τω Πατρί σου τω εν τω κρυπτώ. Και ο Πατήρ σου ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει σοι εν τω φανερώ. Μή θησαυρίζετε υμίν θησαυρούς επι της γής, όπου σής και βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται διαρύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε δέ υμίν θησαυρούς εν ουρανώ, όπου ούτε σής ούτε βρώσις αφανίζει, και όπου κλέπται ου διορύσσουσιν ουδέ κλέπτουσιν’ όπου γάρ εστιν ο θησαυρός υμών, εκεί έσται και η καρδία υμών».

Απόδοση:

Είπε ο Κύριος: «Αν συγχωρήσετε τους ανθρώπους για τα παραπτώματά τους, θα σας συγχωρήσει κι εσάς ο ουράνιος Πατέρας σας. Αν όμως δε συγχωρήσετε στους ανθρώπους τα παραπτώματά τους, ούτε κι ο Πατέρας σας θα συγχωρήσει τα δικά σας παραπτώματα. Όταν νηστεύετε, να μη γίνεστε σκυθρωποί, όπως οι υποκριτές, που παραμορφώνουν την όψη τους για να δείξουν στους ανθρώπους πως νηστεύουν. Σας βεβαιώνω πως έτσι έχουν κιόλας λάβει την ανταμοιβή τους. Εσύ, αντίθετα, όταν νηστεύεις, περιποιήσου τα μαλλιά σου και νίψε το πρόσωπό σου, για να μη φανεί στους ανθρώπους η νηστεία σου, αλλά στον Πατέρα σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις• και ο Πατέρας σου, που βλέπει τις κρυφές πράξεις, θα σου το ανταποδώσει φανερά. Μη μαζεύετε θησαυρούς πάνω στη γη, όπου τους αφανίζει ο σκόρος και η σκουριά, κι όπου οι κλέφτες κάνουν διαρρήξεις και τους κλέβουν. Αντίθετα, να μαζεύετε θησαυρούς στον ουρανό, όπου δεν τους αφανίζουν ούτε ο σκόρος ούτε η σκουριά, κι όπου οι κλέφτες δεν κάνουν διαρρήξεις και δεν τους κλέβουν. Γιατί όπου είναι ο θησαυρός σας εκεί θα είναι και η καρδιά σας».

(Επιμέλεια κειμένου: Νικολέτα – Γεωργία Παπαρδάκη)

Ομιλία του Αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, περί μετανοίας και περί εξορίας του Αδάμ και ότι εάν μετανοούσε δεν θα εξωρίζετο από τον Παράδεισον.

Αδελφοί και πατέρες. Είναι καλόν πράγμα η μετάνοια και η ωφέλεια που προέρχεται από αυτήν. Αυτό γνωρίζοντας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο Θεός μας, ο οποίος όλα τα γνωρίζει εκ των προτέρων, είπε: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών». Θέλετε δε να μάθετε ότι χωρίς μετάνοια, και μάλιστα μετάνοιαν από το βάθος της ψυχής και τοιαύτην όπως ο Λόγος την ζητεί από εμάς, είναι αδύνατον να σωθούμε; Ακούστε τον ίδιον τον Απόστολο που λέγει «… πάσα αμαρτία εκτός του σώματος εστίν. Ο δε πορνεύων εις το ίδιον σώμα αμαρτάνει…». Και πάλιν. «Παραστήναι δει ημάς έμπροσθεν του βήματος του Χριστού, ίνα απολήψεται έκαστος τα διά του σώματος προς ει έπραξε, είτε αγαθά είτε φαύλα». Ημπορεί λοιπόν πολλές φορές λαμβάνοντας κάποιος αφορμήν από αυτά να ειπή: «ευχαριστώ τον Θεόν, διότι δεν εμόλυνα κανένα μέλος του σώματός μου με κάποιαν πονηρά πράξη», και έχει δήθεν παρηγορία από αυτό, επειδή είναι ξένος από σωματικήν αμαρτία. Αλλά αποκρίνεται ο Δεσπότης λέγοντας την παραβολήν περί των δέκα παρθένων, και δεικνύει σε όλους μας και μας βεβαιώνει ότι καθόλου δεν ωφελούμεθα από την καθαρότητα του σώματος, εάν δεν συνυπάρχουν σ’ εμάς και οι υπόλοιπες αρετές. Και όχι μόνον αυτό, αλλά ο ίδιος πάλιν ο Παύλος μαζί με τον Δεσπότην φωνάζει: «Ειρήνην διώκετε μετά πάντων και τoν αγιασμόν, ου χωρίς ουδείς όψεται τoν Κύριον». Γιατί όμως είπε «διώκετε»; Διότι δεν είναι δυνατόν σε μίαν ώρα να γίνωμε και να είμεθα άγιοι, αλλά πρέπει αρχίζοντας από τα μικρά, να φθάσωμε προοδευτικώς στον αγιασμόν και την καθαρότητα, και διότι ακόμη και χίλια χρόνια εάν ζήσωμε στην ζωήν αυτήν, ουδέποτε θα ημπορέσωμε να τα αποκτήσωμε αυτά σε τέλειον βαθμό, αλλά βάζοντας αρχήν καθημερινώς, οφείλουμε να αγωνιζώμεθα συνεχώς. Αυτό εφανέρωσε πάλιν ο ίδιος λέγοντας, «Διώκω δε ει και καταλάβω (μήπως κατορθώσω δηλαδή) εφ’ ω και κατελήφθην (εκείνο δηλαδή για το οποίον και ο Χριστός με έφερε κοντά του)». Διότι κάθε άνθρωπος που έχει αμαρτήσει, όπως εγώ ο κατακεκριμένος, και έκλεισε με τoν βόρβορο των ηδονών τις αισθήσεις της ψυχής του, ακόμη και αν όλην την περιουσία του την διεμοίρασε στους πτωχούς, και εγκατέλειψε όλην την δόξα και λαμπρότητα των αξιωμάτων και πολυτέλειαν οίκου και ίππων, ποιμνίων και δούλων, και αυτούς τους ίδίους του φίλους και τους συγγενείς του όλους, και ήλθε πτωχός και ακτήμων και έγινε μοναχός, παρ’ όλα αυτά χρειάζεται τα δάκρυα της μετανοίας, ως αναγκαία για την ζωήν του. Και αυτό για να αποπλύνη τον βόρβορο των αμαρτημάτων του, και ακόμη περισσότερον εάν είναι καλυμμένος, όπως εγώ, με την αιθάλη και τον βόρβορο των πολλών του κακών, όχι μόνον στο πρόσωπο και στα χέρια, αλλά σε όλον γενικώς το σώμα του. Πράγματι, δεν αρκεί για την κάθαρσιν της ψυχής μας η διανομή των υπαρχόντων, αδελφοί, εάν παραλλήλως δεν κλαύσωμε και δεν θρηνήσωμε από τα βάθη της ψυχής μας. Διότι νομίζω ότι εάν δεν καθαρίσω ο ίδιος τον εαυτόν μου με κάθε δυνατήν προσπάθεια και με τα δάκρυα από τον μολυσμόν των αμαρτημάτων μου, αλλά εξέλθω από τoν βίον μολυσμένος, δικαίως θα γελάση και ο Θεός εις βάρος μου και οι άγγελοί του, και θα εκβληθώ στο πυρ το αιώνιον με τους δαίμονες. Ναι, πράγματι, έτσι είναι αδελφοί. Διότι τίποτε δεν εφέραμε μαζί μας στον κόσμο, για να το δώσωμε στoν Θεόν ως αντίλυτρον για τις αμαρτίες μας.

Είναι λοιπόν δυνατόν αδελφοί, σε όλους, όχι μόνον στους μοναχούς αλλά και στους λαϊκούς, το να μετανοούν πάντοτε και διαρκώς, και να κλαίουν και να παρακαλούν τον Θεόν, και δι’ αυτών των πράξεων να αποκτήσουν και όλες τις υπόλοιπες αρετές.

Ότι αυτό είναι αληθές το επιβεβαιώνει μαζί μου και ο Χρυσόστομος Ιωάννης, ο μέγας στύλος και διδάσκαλος της Εκκλησίας, στους λόγους του περί του Δαυίδ, εξηγώντας εκεί τον πεντηκοστόν ψαλμό. Λέγει ότι είναι δυνατόν κάποιος που έχει γυναίκα και δούλους και δούλες και πλήθος υπηρετών και περιουσίαν πολλήν, και διαπρέπει στα κοσμικά πράγματα, να ημπορή όχι μόνον αυτό, το να κλαίη δηλαδή καθημερινώς και να προσεύχεται και να μετανοή, αλλά και να φθάση στην τελειότητα της αρετής εάν θέλη, και να λάβη Πνεύμα Άγιον και να γίνη φίλος του Θεού και να απολαμβάνη την θέαν του, όπως υπήρξαν πριν από την παρουσίαν του Χριστού ο Αβραάμ, ο Ισαάκ, ο Ιακώβ και στα Σόδομα ο Λωτ και, για να αφήσω τους άλλους, επειδή είναι πολλοί, ο Μωυσής και ο Δαυίδ. Στην δε νέαν χάρη και επιφάνειαν του Θεού και Σωτήρος μας, ο αλιεύς και αγράμματος Πέτρος, ο οποίος μαζί με την πενθερά του και τους άλλους εκήρυττε τον Θεόν που τότε εφανερώθη. Τους δε άλλους ποίος θα τους απαριθμήση, που είναι περισσότεροι από τις σταγόνες της βροχής και από τους αστέρες του ουρανού; Βασιλείς, αρχιερείς, εξουσιαστάς, για να μην ειπώ τους πτωχούς και όσους έζησαν μόνο με τα απαραίτητα, των οποίων οι πόλεις και οι οικίες και οι ναοί που εκείνοι φιλοτίμως ανήγειραν, τα γηροκομεία και τα ξενοδοχεία, σώζονται και υπάρχουν μέχρι τώρα; Όλα αυτά και όταν ήσαν ακόμη εκείνοι στην ζωή τα κατείχαν και τα χρησιμοποιούσαν ευσεβώς, όχι ως κύριοί των, αλλά ως δούλοι του Δεσπότου μετεχειρίζοντο αυτά τα οποία τους έδωσε ο Κύριος, όπως ήταν αρεστόν σ’ Εκείνον, «χρησιμοποιώντας μεν τω κόσμω, ου καταχρώμενοι δε», σύμφωνα με τον Παύλον. Γι’ αυτό και τώρα, στην παρούσα ζωή, έγιναν ένδοξοι και λαμπροί, και στους ατελευτήτους αιώνας, στην Βασιλείαν του Θεού, θα γίνουν ενδοξότεροι και λαμπρότεροι. Και μάλιστα εάν δεν ήμασταν οκνηροί και ράθυμοι και καταφρονηταί των εντολών του Θεού, αλλά πρόθυμοι και άγρυπνοι και προσέχαμε τον εαυτόν μας, ουδεμίαν ανάγκη θα είχαμε αποταγής ή κουράς ή της φυγής από τον κόσμο. Και για να σε βεβαιώσω γι’ αυτό άκουσε!

Ο Θεός από την αρχήν έκαμε τον άνθρωπο βασιλέα όλων όσων υπάρχουν επάνω στην γην, αλλά και αυτών που ευρίσκονται κάτω από τoν θόλον του ουρανού. Διότι βέβαια ο ήλιος και η σελήνη και τα άστρα, για τoν άνθρωπον εδημιουργήθησαν. Τι λοιπόν; Άραγε επειδή ήταν βασιλεύς όλων αυτών των ορατών, εβλάπτετο από αυτά στην απόκτηση της αρετής; Όχι, καθόλου, αλλά εάν εζούσε ευχαριστώντας τον Θεόν, ο οποίος τα εδημιούργησε και του τα έδωσε όλα, ακόμη περισσότερο θα ευδοκιμούσε. Διότι εάν δεν παρέβαινε την εντολήν του Δεσπότου, δεν θα έχανε αυτήν την Βασιλεία, δεν θα στερούσε τoν εαυτόν του από την δόξαν του Θεού. Επειδή όμως το έκαμε αυτό, δικαίως εξεδιώχθη, εξωρίσθη, έζησε και απέθανε. Και θα σας ειπώ ένα πράγμα το οποίον, νομίζω, κανείς δεν το απεκάλυψε σαφώς, αλλά έχει λεχθεί σκιωδώς. Ποίον; Άκου την Θείαν Γραφή που λέγει: «Και είπεν ο Θεός τω Αδάμ (μετά την παράβασιν εννοώ). Αδάμ πού ει;». Γιατί το είπεν αυτό ο ποιητής του παντός; Οπωσδήποτε θέλοντας να τον φέρη σε συναίσθηση, και καλώντας τον σε μετάνοια, λέγει «Αδάμ πού ει;». Εξέτασε τον εαυτόν σου, διαπίστωσε την γύμνωσή σου! Κοίτα ποίον ένδυμα, ποίαν δόξαν εστερήθης. «Αδάμ πού ει;». Σαν να τον παρακαλή και να του λέγη: «Ναι, σύνελθε, ταπεινέ, ναί, άφησε τον τόπον όπου είσαι κρυμμένος. Από εμένα νομίζεις ότι κρύβεσαι; Ειπέ «Ήμαρτον!». Αλλά δεν το λέγει αυτό, ή μάλλον εγώ ο άθλιος δεν το λέγω, διότι ιδικό μου είναι το πάθος! Αλλά τι λέγει; «Της φωνής σου ήκουσα περιπατούντος εν τω παραδείσω, και έγνων ότι γυμνός ειμί και εκρύβην». Και τι του απήντησε ο Θεός; «Και τις ανήγγειλέ σοι ότι γυμνός ει, ει μη εκ του ξύλου, ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνον μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Βλέπεις, αγαπητέ, μακροθυμίαν Θεού; Διότι όταν είπε: «Αδάμ, πού ει:», και εκείνος δεν ωμολόγησε ευθύς την αμαρτίαν, αλλά είπε «της φωνής σου ήκουσα, Κύριε και έγνων ότι γυμνός ειμί και εκρύβην», ο Θεός δεν ωργίσθη, δεν τον απεστράφη αμέσως και οριστικώς, αλλά του δίδει ευκαιρίαν να αποκριθή και δευτέραν φορά, και λέγει: «τις ανήγγειλέ σοι ότι γυμνός ει; Ει μη εκ του ξύλου ου ενετειλάμην σοι τούτου μόνον μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Πρόσεξε βάθος λόγων της σοφίας του Θεού: «Τι λέγεις, ότι είσαι γυμνός, του λέγει, κρύβεις όμως την αμαρτίαν σου; Μήπως νομίζεις ότι μόνον το σώμα σου βλέπω και δεν βλέπω την καρδίαν και τους λογισμούς σου;». Διότι ο Αδάμ, επειδή απατήθη, ήλπιζεν ότι ο Θεός δεν εγνώριζε την αμαρτίαν του, και έλεγε μέσα του κάπως έτσι: «εάν ειπώ ότι είμαι γυμνός, τότε επειδή ο Θεός δεν γνωρίζει, θα μου ειπή: και γιατί είσαι γυμνός; Τότε εγώ θα του απαντήσω αρνητικά και θα του ειπώ: δεν γνωρίζω, και έτσι θα του διαφύγω, και θα απολαύσω πάλι την πρώτην μου στολή. Τουλάχιστον δεν θα με εκδιώξη, τουλάχιστον δεν θα με εξορίση!». Ενώ συλλογίζετο αυτά, όπως και τώρα κάμουν πολλοί και πρώτος εγώ ο ίδιος, και κρύπτουν τα αμαρτήματά τους, ο Θεός, επειδή δεν ήθελε να πολλαπλασιάση το κρίμα του, λέγει: «Και πόθεν έγνως ότι γυμνός ει, ει μη από του ξύλου ου ενετειλάμην σοι μη φαγείν, απ’ αυτού έφαγες;». Σαν να λέγη. «Πράγματι, νομίζεις ότι κρύπτεσαι από εμέ; Δεν γνωρίζω εγώ τι έπραξες; Δεν λέγεις το «Ήμαρτον»; Ειπέ, πτωχέ: Ναι, αλήθεια, Κύριε, παρέβην την εντολήν σου, έπταισα ακούοντας την συμβουλή της γυναικός, έσφαλα πολύ ακολουθώντας τον λόγο της και παρακούοντας τον ιδικόν σου, ελέησόν με! Αλλά δεν λέγει τούτο, δεν ταπεινώνεται. Νεύρον από σίδερον ο αυχένας της καρδίας του, όπως ακριβώς είναι και ο ιδικός μου. Διότι εάν έλεγε αυτό, θα έμενε στον Παράδεισο, και όλον εκείνον τον κύκλο των μυρίων κακών, τον οποίον υπέστη όταν εξωρίσθη και έμεινε κάτω στον Άδη τόσους πολλούς αιώνες, θα τον είχε αποφύγει τότε με έναν μόνον λόγο.

Αυτό είναι λοιπόν εκείνο για το οποίο έχω υποσχεθή να ομιλήσω. Και άκου την συνέχεια, για να γνωρίσης ότι τα λόγια μου είναι αληθινά, και τίποτε δεν είναι ψεύδος από όλα αυτά. Είπεν ο Θεός στον Αδάμ. «Ην ώραν φάγεσθε από του ξύλου, ου ενετειλάμην υμίν τούτου μόνον μη φαγείν, θανάτω αποθανείσθε», δηλαδή τον ψυχικόν θάνατο, πράγμα που και έγινε την ιδίαν ώρα, γι’ αυτό και εγυμνώθη από την αθάνατον στολήν του. Τίποτε περισσότερον δεν είπεν ο Θεός και τίποτε περισσότερον δεν έγινε. Διότι προγνωρίζοντας ο Θεός ότι ο Αδάμ πρόκειται να αμαρτήση, και θέλοντας να τον συγχωρήση, όταν αυτός μετανοούσε, με τίποτε περισσότερον, όπως είπαμε, δεν τον απείλησε. Επειδή όμως ηρνήθη την αμαρτίαν του, και δεν μετενόησε ούτε όταν ηλέγχθη από τον Θεόν (διότι είπε: «Η γυνή, ην δέδωκάς μοι, αύτη με ηπάτησεν», σαν δηλαδή να λέγη στον Θεόν. «Σύ έπταισες. Η γυναίκα, την οποία συ μου έδωσες, αύτη με εξηπάτησε»), γι’ αυτό και ο Θεός του λέγει: «Εν κόπω και ιδρώτι φαγή τον άρτον σου, και ακάνθας και τριβόλους ανατελεί σοι η γη» και τελευταία ότι «γη ει και εις γην απελεύση». Ήθελα να μετανοήσης, λέγει, και να επανέλθης στην προηγουμένην σου διαγωγή. Επειδή όμως είσαι τόσο σκληρός, φύγε λοιπόν από κοντά μου, και η απομακρυνσή σου θα σου είναι αρκετή για παιδαγωγία, επειδή είσαι χώμα, και στο χώμα θα επιστρέψης.

Γνωρίζεις λοιπόν τώρα ότι, επειδή μετά την παράβαση δεν μετενόησε να ειπή «Ήμαρτον», εξορίζεται και προστάσσεται να ζη με κόπο και ιδρώτα. Γι’ αυτό και κατεδικάσθη να επιστρέψη στην γην από την οποίαν ελήφθη. Και αυτό γίνεται φανερόν από την συνέχεια. Αφήνοντας λοιπόν αυτόν, έρχεται στην Εύα, θέλοντας να δείξη ότι δικαίως και αυτή θα εξορισθή, αφού δεν θέλει να μετανοήση, και της λέγει: «Τι τούτο εποίησας;» για να ειπή τουλάχιστον αυτή το «Ήμαρτον». Διότι ποία άλλη ανάγκη έκαμε τον Θεόν να της απευθύνη αυτά τα λόγια, παρά μόνον για να ειπή: «Από την αφροσύνη μου, Δέσποτα, το έπραξα αυτό, η ταπεινή και αθλία, και παρήκουσα εσέ τον Κυριόν μου. Ελέησόν με!». Αλλά δεν είπε αυτό. Και τι είπε; «Ο όφις εξηπάτησέ με». Ω τι αναισθησία! Και συνωμίλησες με τον όφιν, ο οποίος σου ωμιλούσε κατά του Δεσπότου, και προτίμησες αυτόν αντί του Θεού που σε έπλασε, και εθεώρησες προτιμοτέραν και αληθεστέραν την συμβουλήν εκείνου από την εντολήν του Δεσπότου; Και επειδή ούτε αυτή ημπόρεσε να ειπή το «Ήμαρτον», εκβάλλονται από την τρυφήν, εξορίζονται από τον Παράδεισο και από τον Θεόν. Αλλά πρόσεχε, παρακαλώ, το βάθος του μυστηρίου του φιλανθρώπου Θεού, και μάθε και διδάξου από αυτά ότι, εάν μετανοούσαν, δεν θα είχαν εκδιωχθή, δεν θα είχαν κατακριθή, δεν θα είχαν καταδικασθή να επιστρέψουν στην γην από την οποία προήλθαν. Και τι έγινε έπειτα; Ακουσε!

Όταν εξεδιώχθησαν και έπεσαν ήδη από την αρχή μέσα στους ιδρώτες και τους σωματικούς κόπους, ήρχισαν δε να πεινούν και να διψούν, και συγχρόνως να ριγούν και να τρέμουν και να πάσχουν αυτά τα οποία και εμείς πάσχουμε σήμερα, αισθάνθησαν περισσότερο την δυστυχία και το κατάντημά τους, αλλά και την ιδίαν την κακοφροσύνη τους, και την ανέκφραστον φιλανθρωπία του Θεού. Περιπατώντας λοιπόν και καθήμενοι έξω από τον Παράδεισο, μετανοούσαν, έκλαιαν, εθρηνούσαν, εκτυπούσαν το πρόσωπο, εξερρίζωναν τα μαλλιά τους, καταδικάζοντας με οδυρμούς την σκληροκαρδία τους, και αυτό όχι μόνον μίαν ημέραν ούτε δύο ή δέκα, αλλά, πιστέψετέ το, σε όλην τους την ζωή. Και πώς δεν θα έκλαιαν πάντοτε και διαρκώς, ενθυμούμενοι εκείνον τον πράον και ήρεμον Δεσπότην, εκείνην την τρυφήν την ανέκφραστο, τα απερίγραπτα κάλλη των ανθέων εκείνων, την αμέριμνον εκείνην και ακοπίαστον ζωή, τις ανόδους και τις καθόδους των αγγέλων προς αυτούς; Διότι όπως εκείνοι που είχαν εκλεγή από κάποιον άρχοντα του παρόντος κόσμου ως προσωπικοί του υπηρέτες, όσον μεν διατηρούν ανόθευτον τον σεβασμό και την τιμή και την δουλεία προς τον κύριόν τους και αγαπούν αυτόν και τους ομοδούλους των, απολαμβάνουν και την προς αυτόν παρρησία και την εύνοια και την αγάπη του, ζώντας μέσα σε πολλήν άνεση και τρυφή και σπατάλη. Εάν όμως αλαζονευθούν κατά του κυρίου τους, και αποθρασυνθούν και αυθαδιάσουν εναντίον των συνδούλων τους, τότε εκπίπτουν από την προς αυτόν παρρησία και την αγάπη και την εύνοιάν του, εξορίζονται σε χώρα μακρινήν, και υποβάλλονται κατόπιν διαταγής του σε μυρίους πειρασμούς, μέσα σε κόπους και σε μεγάλες ταλαιπωρίες. Έτσι όλο και περισσότερον συνειδητοποιούν την άνεση την οποίαν απελάμβαναν, και πόσον εζημιώθησαν από την στέρησιν τόσων αγαθών.

Το ίδιο έπαθαν και οι πρωτόπλαστοι, οι οποίοι όσον ήσαν στον Παράδεισον, απελάμβαναν όλα εκείνα τα αγαθά, έπειτα όμως εξέπεσαν από αυτά και εξωρίσθησαν. Όταν αισθάνθησαν από πού έπεσαν, πάντοτε θρηνούσαν, πάντοτε έκλαιαν, επικαλούμενοι την ευσπλαγχνίαν του Κυρίου τους. Αλλά Αυτός τι κάνει, ο πλούσιος σε έλεος και βραδύς σε τιμωρίες; Επειδή είδε ότι εταπεινώθησαν, την μεν απόφαση που είχε λάβει δεν την ματαιώνει εντελώς — αυτό το έκαμε προς σωφρονισμόν ιδικόν μας, και για να μην υπερηφανεύεται κανείς κατά του ποιητού των όλων — προγνωρίζοντας δε ως Θεός και την πτώση τους και την μετάνοιαν, είχε ορίσει από την αρχήν, οπωσδήποτε πριν να δημιουργήση τα πάντα, και τον καιρόν και τον χρόνον και πώς και πότε θα τους ανακαλέση από την εξορία, με τρόπο μυστικόν και από κάθε κτίσμα ανεξιχνίαστο. Πράγματι, ακόμη και αν όλα τα μυστήρια της Θείας αυτής οικονομίας αποκαλυφθούν σε κάποιους, και θελήσουν να τα γράψουν, δεν θα φθάση ούτε ο χρόνος ούτε το χαρτί ούτε το μελάνι, ούτε ο κόσμος όλος θα χωρέση τα βιβλία αυτά που θα γραφούν. Όπως λοιπόν από ευσπλαγχνίαν είχεν ειπεί και προορίσει από πριν, έτσι ακριβώς και έπραξε. Και αυτούς τους οποίους για την αναίδειάν τους και για την αμετανόητο καρδία και γνώμην εξεδίωξε από τον Παράδεισον, όταν μετενόησαν όπως έπρεπε, και εταπεινώθησαν αξίως, και έκλαυσαν, και εθρήνησαν, Αυτός ο ίδιος, ο μόνος Μονογενής Υιός και Λόγος, από μόνον τον προάναρχον Πατέρα, κατήλθεν, όπως όλοι γνωρίζετε, και όχι μόνον έγινε άνθρωπος όμοιος με εκείνους, αλλά και να αποθάνη όπως αυτοί κατεδέχθη, προτιμώντας βίαιον και επονείδιστον θάνατο. Κατήλθε δε και στον Άδη, και από εκεί τους ανέστησε. Αυτός λοιπόν ο οποίος τόσα έπαθε γι’ αυτούς, για να τους ανακαλέση από την μακράν εκείνην εξορίαν, εάν μετανοούσαν στον Παράδεισο, δεν θα τους συμπαθούσε; Και πώς όχι, αφού είναι από την φύση του φιλάνθρωπος, και τους εδημιούργησε ακριβώς γι’ αυτό, για να απολαμβάνουν δηλ. τα αγαθά του μέσα στoν Παράδεισο και να δοξάζουν τoν ευεργέτην τους; Ναι, πράγματι αδελφοί, αυτό, όπως φρονώ, θα εγίνετο. Για να μάθης δε και τα υπόλοιπα, και να πιστεύσης περισσότερο στoν λόγον, άκου και τα εξής! Εάν είχαν μετανοήσει όταν ακόμη ήσαν μέσα στoν Παράδεισον, εκείνον τον ίδιον Παράδεισο θα απελάμβαναν και τίποτε περισσότερο. Επειδή δε για την αμετανοησία τους εξεβλήθησαν, μετά ταύτα ζώντας μέσα στις θλίψεις, μετενόησαν και έκλαυσαν πολύ. Αυτά, όπως είπα, δεν θα τα επάθαιναν, εάν είχαν μετανοήσει μέσα στoν Παράδεισον. Για τους πόνους λοιπόν αυτούς και τους ιδρώτες και τους κόπους, και για την καλήν τους μετάνοια, θέλοντας ο Δεσπότης Θεός να τους τιμήση και να τους δοξάση, αλλά και να τους κάνη να λησμονήσουν όλα εκείνα τα δεινά, τι κάνει; Πρόσεξε, παρακαλώ, το μέγεθος της φιλανθρωπίας! Όταν κατήλθε στον Άδη και τους ανέστησε, δεν τους αποκατέστησε πάλι στον Παράδεισον από όπου εξέπεσαν, αλλά τους ανέβασε σ’ αυτόν τον ίδιον τον ουρανόν του ουρανού. Και αφού ο Κύριος εκάθισε εκ δεξιών του προανάρχου Πατρός του και Θεού, τι λέγεις ότι τον έκαμε αυτόν, ο οποίος ήταν κατά φύσιν δούλος του; Τον έκαμε κατά χάριν πατέρα του! (αφού ο ίδιος αυτοαποκαλείται Υιός του ανθρώπου). Είδες σε ποίον ύψος τον ανέβασε ο Δεσπότης, για την μετάνοια και την ταπείνωση και τους θρήνους και τα δάκρυά του;

Ω δύναμις της μετανοίας και των δακρύων! Ω πέλαγος ανεκφράστου φιλανθρωπίας και ανεξιχνιάστου ελέους, αδελφοί! Διότι όχι μόνον εκείνον, αλλά και όλους τους απογόνους του, εμάς δηλαδή τα τέκνα του, οι οποίοι μιμούμεθα την εξομολόγησιν εκείνου, την μετάνοια, τον θρήνο, τα δάκρυα και τα άλλα τα οποία προείπαμε, τους ετίμησε και τους εδόξασε, τόσον όσον και εκείνον, όσους μέχρι σήμερα κάνουν όπως έκανε εκείνος, και όσους θα τον μιμηθούν από σήμερα, είτε κοσμικοί είναι είτε μοναχοί. «Αμήν», είπεν ο αψευδής Θεός, «ουκ εγκαταλείψω αυτούς ποτέ, αλλ’ ως αδελφούς μου και φίλους και πατέρας και μητέρας και συγγενείς και συγκληρονόμους μου αναδείξω αυτούς, και εδόξασα και δοξάσω. Και εν τω ουρανώ άνω και επί της γης κάτω, και της ζωής αυτών και ευφροσύνης και δόξης ουκ έσται τέλος ποτέ».

Τί ωφέλησε, ειπέ μου αδελφέ, τους πρωτοπλάστους η ακοπίαστος και αμέριμνος ζωή μέσα στον Παράδεισον, αφού εραθύμησαν, και από απιστίαν προς τον Θεόν κατεφρόνησαν και παρέβησαν την εντολή του; Διότι εάν τον είχαν πιστεύσει, δεν θα εθεωρούσε η Εύα τον όφι πλέον αξιόπιστον, ο δε Αδάμ την Εύα πλέον αξιόπιστον από Εκείνον, αλλά θα είχαν φυλαχθή να μη φάγουν από το φυτόν. Επειδή όμως έφαγαν και δεν μετενόησαν, εξεβλήθησαν. Από την εξορίαν πάλι καθόλου δεν εβλάβησαν, αλλά και πάρα πολύ ωφελήθησαν, και αυτό συνετέλεσε στην σωτηρίαν όλων μας. Διότι αφού κατήλθεν από τους ουρανούς ο Κύριός μας, κατετρόπωσε τον εχθρό μας, τον θάνατον, παραδίδοντας ο ίδιος τον εαυτόν Του, και έτσι εματαίωσεν εντελώς την καταδίκην που προήλθε από την παράβαση του προπάτορος. Και αναγεννώντας και αναπλάττοντας και απαλλάσσοντάς μας τελείως από αυτήν με το άγιον βάπτισμα, μας καθιστά εντελώς ελευθέρους στον κόσμον αυτόν, και μη ενεργουμένους τυραννικώς από τον εχθρόν. Αλλά τιμώντας μας με το αυτεξούσιον με το οποίον μας είχε προικίσει απ’ αρχής, μας δίδει περισσοτέραν δύναμιν εναντίον του, ώστε όποιοι θέλουν να τον νικούν με ευχέρειαν μεγαλυτέραν από όλους τους προ της παρουσίας του Χριστού αγίους. Και μετά τον θάνατόν τους να μην οδηγούνται και αυτοί όπως εκείνοι κάτω στον Άδη, αλλά στον ουρανό και στην τρυφή και την απόλαυση που επικρατεί εκεί, και να αξιώνωνται: να απολαμβάνουν τώρα μεν σε μέτριον βαθμό, μετά δε την εκ νεκρών ανάσταση, πλήρως όλην την αιωνίαν χαρά.

Να μη προφασίζωνται λοιπόν αυτοί που επιζητούν προφάσεις, ούτε να λέγουν ότι είναι πλήρης η επιρροή της παραβάσεως του Αδάμ επάνω μας, και ότι αυτό είναι που μας ελκύει πρός τα κάτω, προς την αμαρτία. Διότι όποιοι το σκέπτονται και το λέγουν αυτό, νομίζουν ότι ανωφελώς και ματαίως έγινε η παρουσία του Κυρίου και Θεού μας, πράγμα που μόνον οι αιρετικοί λέγουν, όχι οι πιστοί. Πράγματι, για ποίον άλλον λόγο κατήλθε και εγεύθη τον θάνατο, παρά μόνον βεβαίως για να καταργήση την καταδίκη που προήλθε από την αμαρτία, και να ελευθερώση το γένος μας από την δουλεία και ενέργειαν του εχθρού που το πολεμεί; Διότι αυτό είναι η πραγματική αυτεξουσιότης, δηλαδή το να μην εξουσιαζώμεθα με οποιονδήποτε τρόπον από κάποιον άλλον. Επειδή εμείς μεν ως τέκνα εκείνου που ημάρτησε είμεθα μέχρι τότε αμαρτωλοί, ως τέκνα εκείνου που παρέβη την εντολήν παραβάτες, ως τέκνα εκείνου που έγινε δούλος της αμαρτίας δούλοι κι εμείς της αμαρτίας, ως τέκνα εκείνου που εδέχθη την κατάραν και ενεκρώθη επικατάρατοι και εμείς και νεκροί, ως τέκνα εκείνου που επηρεάσθη από την συμβουλήν του πονηρού και υπεδουλώθη σ’ αυτόν, και έχασε το αυτεξούσιον, είχαμε κι εμείς δεχθεί την επήρειαν αυτού, και είχαμε καταδυναστευθή από την τυραννικήν του εξουσίαν. Ο Θεός όμως κατήλθε και εσαρκώθη, έγινε άνθρωπος όπως εμείς χωρίς όμως την αμαρτία, και έλυσε την αμαρτίαν, ηγίασε δε την σύλληψη και την γέννηση, και επειδή ανετράφη ολίγον κατ’ ολίγον, ευλόγησε κάθε ηλικίαν. Και όταν έγινε τέλειος άνδρας, τότε ήρχισε το κήρυγμα, διδάσκοντάς μας να μη προτρέχωμε σε ο,τιδήποτε, και να μη προλαμβάνωμε εκείνους που ελευκάνθησαν στην σύνεση και στην αρετήν, όσοι μάλιστα είμεθα νέοι στην φρόνηση και δεν έχουμε ανδρωθή. Εδέχθη επάνω του όσα ήσαν προς το συμφέρον μας, και αφού εφύλαξε όλες τις εντολές του Θεού και Πατρός αυτού, έλυσε την παράβαση, και ελευθέρωσε τους παραβάτες από την καταδίκην. Έγινε δούλος αναλαμβάνοντας μορφήν δούλου, και επανέφερε εμάς τους δούλους στο δεσποτικόν αξίωμα, αναδεικνύοντάς μας δεσπότες του πρώην τυράννου. Και το μαρτυρούν αυτό οι άγιοι, οι οποίοι και μετά θάνατον αποδιώκουν ως αδυνάμους και αυτόν και τους υπασπιστάς του. Με την σταύρωσίν του ο ίδιος έγινε κατάρα, και έλυσε όλην την κατάρα του Αδάμ. Απέθανε, και με τον θάνατόν του κατετρόπωσε τον θάνατον. Ανέστη, και εξηφάνισε την δύναμη και την ενέργειαν του εχθρού, ο οποίος διά μέσου του θανάτου και της αμαρτίας έχει την εξουσίαν εναντίον μας. Διότι βάζοντας μέσα στο θανατηφόρο δηλητήριο και στο φαρμάκι της αμαρτίας την ανέκφραστον ενέργειαν της Θεότητος και την ζωοποιόν ενέργεια του σώματός του, ελύτρωσε τελείως όλον το γένος μας από την ενέργειαν του εχθρού. Καθαίροντας δε και ζωοποιώντας μας με το άγιον βάπτισμα και με την κοινωνίαν των αχράντων μυστηρίων, του τιμίου σώματος και του αίματός του, μας αποκαθιστά αγίους και αναμαρτήτους. Αλλά και μας αφήνει την τιμήν του αυτεξουσίου, για να μη φανούμε ότι υπηρετούμε τον Δεσπότην με την βία, αλλά με την προαίρεση. Και όπως ο Αδάμ ήταν στον Παράδεισον εξ αρχής ελεύθερος, ξένος προς την αμαρτία και την βία, υπήκουσε δε στoν εχθρόν με το αυτεξούσιον θέλημά του, εξηπατήθη και παρέβη την εντολή του Θεού, έτσι και εμείς, αναγεννώμενοι με το άγιον βάπτισμα, απαλλασσόμεθα από την δουλεία και γινόμεθα αυτεξούσιοι, και εάν δεν υπακούσωμε στoν εχθρόν με την ιδικήν μας θέληση, δεν ημπορεί με άλλον τρόπο να ενεργήση κάτι εναντίον μας.

Πράγματι, εάν πριν από τον νόμο και την παρουσία του Χριστού, χωρίς όλα αυτά τα βοηθήματα, πολλοί και αναρίθμητοι ευηρέστησαν τον Θεόν και ανεδείχθησαν άμεμπτοι, όπως ο δίκαιος Ενώχ, τον οποίον μετέθεσε τιμώντας τον με τον τρόπον αυτό, και ο Ηλίας τον οποίον παρέλαβε στoν ουρανόν με άρμα πύρινον, τι θα απολογηθούμε εμείς, οι οποίοι μετά την χάρη και την τοιαύτη και τόσο μεγάλην ευεργεσίαν, ούτε ίσοι με τους προ της χάριτος ευρισκόμεθα, αλλά ζούμε μέσα στην ραθυμία, και καταφρονούμε τις εντολές του Θεού και τις παραβαίνουμε; Και αυτό μετά την κατάργηση του θανάτου και της αμαρτίας, μετά την αναγέννηση του βαπτίσματος και την προστασία των αγίων αγγέλων και την επισκίαση και επέλευση του ιδίου του Αγίου Πνεύματος. Ότι θα τιμωρηθούμε, εάν επιμένωμε στο κακόν, περισσότερον από εκείνους που ημάρτησαν όταν επικρατούσε ο νόμος, το εδήλωσε ο Παύλος λέγοντας. «Ει γάρ ο δι’ αγγέλων λαληθείς λόγος εγένετο βέβαιος, και πάσα παράβασις και παρακοή έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν, πώς ημείς εκφευξόμεθα τηλικαύτης αμελήσαντες σωτηρίας;».

Ας μη αποδίδη λοιπόν την ευθύνην και ας μη κατηγορή τον Αδάμ, αλλά τoν εαυτόν του καθένας από εμάς, ο οποίος περιπίπτει σε οποιαδήποτε αμαρτίαν, και ας επιδεικνύη αξίαν μετάνοια όπως εκείνος, εάν βεβαίως θέλη να επιτύχη την αιωνίαν εν Χριστώ ζωήν…

Εκείνος που συλλογίζεται πάντοτε τις αμαρτίες του, και συνεχώς βλέπει εμπρός του την μέλλουσαν κρίσιν, και μετανοεί, και κλαίει θερμώς, αυτός υπερβαίνει όλα μαζί τα πάθη και τα αμαρτήματα, και τα υπερνικά ανυψούμενος από την μετάνοιαν, ώστε να μην ημπορή ούτε ένα από αυτά να φθάση και να προσεγγίση την ψυχή του στο ύψος εκείνο που πετά. Εάν δε ο νους μας, πτερωμένος από την μετάνοια και τα δάκρυα, και από την πνευματικήν ταπείνωση που γεννάται από αυτά, δεν ανυψωθή στο ύψος της απαθείας, δεν θα ημπορέσωμε να ελευθερωθούμε, δεν θα παύσουν να μας κεντούν πότε το ένα, πότε το άλλο πάθος, και να μας κατασπαράσσουν σαν άγρια θηρία.

Μετά δε τoν θάνατον, εξ αιτίας αυτών, θα χάσωμε την Βασιλείαν των Ουρανών, και από αυτά πάλι θα τιμωρηθούμε αιωνίως. Γι’ αυτό σας παρακαλώ όλους, πνευματικοί μου πατέρες και αδελφοί, και ποτέ δεν θα παύσω να παρακαλώ την αγάπη σας, να μην αμελήσετε την σωτηρία σας, αλλά με κάθε τρόπο να προσπαθήσετε να ανυψωθήτε ολίγον από την γη. Και όταν γίνη αυτό το θαύμα, το οποίο θα σας καταπλήξη, το να ανυψωθήτε δηλαδή από την γη και να υπερίπτασθε στον αέρα, δεν θα θελήσετε πλέον να κατέλθετε ούτε καν για λίγο και να σταθήτε στην γην. Λέγοντας δε «γην» εννοώ το σαρκικόν, και «αέρα» το πνευματικόν φρόνημα. Διότι εάν ο νους ελευθερωθή από τους πονηρούς λογισμούς και τα πάθη, και δι’ αυτού αντικρύσωμε την ελευθερίαν την οποία μας εχάρισεν ο Χριστός, δεν θα καταδεχθούμε πλέον να κατέλθωμε στην προηγουμένην δουλεία της αμαρτίας και του σαρκικού φρονήματος, αλλά συμφώνως με τους λόγους του Κυρίου, δεν θα παύσωμε να γρηγορούμε και να προσευχώμεθα, έως ότου μεταβούμε προς την εκείθεν μακαριότητα και τύχωμε των αιωνίων αγαθών, «χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει πάσα δόξα εις τους αιώνας των αιωνων. Αμήν».

(10ος – 11ος αιών. Απαντα του Αγίων Πατέρων, εκδ. Ωφελίμου βιβλίου. Αγ. Συμεών του Νέου Θεολόγου, τόμ. 1, Κατήχ. Ε΄, σελ. 1-41, 87, 470 και 1054-1085. Από το βιβλίο “Πατερικόν Κυριακοδρόμιον”, σελίς 485 και εξής. Επιμέλεια κειμένου: Δημήτρης Δημουλάς)

(Πηγή ηλ. κειμένου: orp.gr)

alopsis.gr 

Σχετικά με το να μην απελπιζόμαστε (Άγιος Αμφιλόχιος, Επίσκοπος Ικονίου)

Τέτοια ἔλεγε, καί ὅταν ἔβγαινε ἀπό τήν ἐκκλησία ἔπεφτε πάλι στόν βοῦρκο. Ὅμως καί πάλι δέν ἀπελπιζόταν γιά τή σωτηρία του, ἀλλά ἀπό τήν ἁμαρ...